Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Κι' όπου διαβαίνει ο Ήλιος, Όπου προβάλλει απόπερα, λαμποκοπούν τα βράχια, Καθάριος, καταγάλανος ο ουρανός γελάει, Κάμποι, βουνά χρυσώνονται, ανοίγουν τα λουλούδια, Τα πλάγια χορταριάζουνε, φυσάει γλυκά τ' αγέρι, Φέγγουν, αστράφτουν τα νερά, φουντώνουνε τα δέντρα. Λαλούν 'ςτά φύλλα τα πουλιά κ' οι πιστικοί 'ςτά πλάγια. Κι' ο Κόσμος τον θιαμαίνεται και τον καλοτυχίζει.
ΦΙΛ. Για παιδαρέλια μας πήρες, βρε μισθοφόρε, και πολεμάς να μας εκφοβίσης μ' αυτά; Έσφαξες ποτέ σου κανένα κόκορα; Εγώ αμφιβάλλω αν έχης δη πόλεμον. Το πολύ που δύναμαι να σου αναγνωρίσω είνε ότι εχρημάτισες φρουρός σε κανένα μικρό οχύρωμα ως διμοιρίτης. ΠΟΛ. Σε λιγάκι που θα μας δης να ερχώμεθα εις επίθεσιν και θ' αστράφτουν τα όπλα, θα μάθης τι είμαι και ποιός είμαι.
Ο Έφις κοίταζε τα χέρια του και σώπαινε, αλλά ο ντον Πρέντου εξοργισμένος από αυτή την αδιαφορία, του χτύπησε τα χέρια στα γόνατα. «Τι σκέφτεσαι, ξόανο; Πες μου!» «Εντάξει, θα σας πω την αλήθεια. Εγώ πιστεύω πως ο Τζατσίντο θα τα καταφέρει να πληρώσει.» Τότε ο ντον Πρέντου απλώθηκε στο κάθισμα γελώντας, με φουσκωμένο το στήθος του, με τα δόντια ν’ αστράφτουν ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη του.
είπε και γύρω αντάριασμα βουίζει, αχός σκορπά πλατιά σα στεναγμός. -Ο κόσμος μοναχό άρχοντα γνωρίζει εκείνον που διώρισε ο θεός», ξάφνω φωνή πίσω απ το νέο βροντάει κι αστράφτουν γύρω τα γυμνά σπαθιά: «Ποιος είν' αυτός που αδιάντροπα πλανάει τους πιστούς του μεγάλου βασιλιά;»
Τα καρυοφύλλια δείχνουνε μες 'ς τα κλαριά το στόμα Σαν άγρυπναις δεντρογαλιαίς. Εδώθ' εκείθ' αστράφτουν Άγρια μάτια φλογερά, ανάμεσα 'ς τα φύλλα, Λες κ' ήταν θράκια σκεπαστά. Πρώτη πνοή θ' ανάψουν. Ένοιωθε κι' αναγάλλιαζε τη δύναμή του ο Διάκος. Μένει με μιας ακίνητος. Εσταύρωσε τα χέρια Και κατά την Αγάθωνα το πρόσωπό του στρέφει.
Κι' η ωμορφιαίς της λάμπουνε, κι' αστράφτουν 'στό κορμί της Αράδες τ' ασημόκουμπα κι' αράδες τα γιουρτάνια, Και 'ςτά καθάρια τα νερά τα πόδια της ασπρίζουν Σαν νάναι με τριαντάφυλλα και γάλα ζυμωμένα. Περνούν εκείθε πιστικοί και κυνηγοί διαβαίνουν, Κι' άλλοι την λεν Λιογέννητη, άλλοι την λεν Νεράιδα.
Καν με το νου σοφίζεται Το πώς να τον γελάση, Και τη χαψιά να φτάση Οχ το κλαρί ψηλά. Κοντά στη ρίζα εζύγοσε Και με ταπεινοσύνη, Πλαστήν αγαθοσύνη, Τα μάτια χαμπηλά, Κυρ Κόρακα, του φώναζε Πετούμενο αντριομένο, Με χάρες στολισμένο, Εγώ σε προσκυνώ. Ω! πόσο ωραία κ' ώμορφα Αστράφτουν τα λαμπρά σου Αμίμητα φτερά σου Σε χρώμα έτζι σεμνό.
Μέσ' 'ς το σκοτάδι το βαθύ της νύχτας, του Ομέρη Κινάει απ' το στρατόπεδο τ' αμέτρητο τ' ασκέρι Με μια 'περήφανη χαρά, μ' ένα χρυσό όνειρό του 'Σ το Μεσολόγγι πώς θα 'μπή. Με τον αλαλαγμό του Σμίγονται που κ' οι θλιβεροί καμμιάς καμπάνας ήχοι, Καμπάνας του Μεσολογγιού. Σιμώνει ο οχτρός τα τείχη Άξαφνα, ανέλπιστα, με μιας 'σάν σύγνεφα αστράφτουν Και μέσ' 'ς τα μαύρα χώματα χίλια κουφάρια θάφτουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν