United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αρκετά, γι’ αυτά θα μιλήσουμε κατόπιν με την Έστερ. Το μόνο που με στενοχωρεί είναι ότι…. Λοιπόν, θα σου το πω: ότι η Ρουθ πέθανε έτσι ξαφνικά. Μπορεί και εκείνη να ήταν ευχαριστημένη….» Ο Έφις σηκώθηκε. Ένοιωθε κάτι να τον τσιγκλάει σε όλο του το είναι και έπρεπε να φύγει, να κάνει το πεπρωμένο να βιαστεί. «Περίμενε λίγο ακόμη, διάολε!

Κατόπιν γύρισε ο ντον Τζάμε….. Όταν το θυμόταν αυτό μια αντάρα σαν από καταιγίδα αχολογούσε μες στο μυαλό της Νοέμι και κάθε φορά ένοιωθε την ανάγκη ν’ αλλάζει θέση, σαν να ήθελε ν’ απαλλαγεί από έναν εφιάλτη. Έτσι, σηκώθηκε και ανέβηκε στην κάμαρά της, στην ίδια όπου κάποτε κοιμόταν με τη Λία.

Φέρνοντας στη μνήμη της όλα αυτά τα ευχάριστα πράγματα της ερχόταν να κλάψει, αλλά δάγκωνε τα χείλη της γιατί ένοιωθε ντροπή απέναντι στον εαυτό της για την αδυναμία της.

Απάνω στο μονόξυλο μια νεράηδα ψηλή κρατούσε ανάερα μια κιθάρα. Οι χορδές κάτω από τα λευκά της δάκτυλα στάζανε τα μυστικά μάγια στης λίμνης τα νερά. Τότε ο γέροφιλόσοφος κατέβηκε απ' τον ψηλό πύργο. Μέσα στα σκοτεινά του στήθια ένοιωθε να πλημμυρή ένα κατάλευκο φως. Άφησε τα σκονισμένα βιβλία, τις σαύρες και τις νεκροκεφαλές. Και κατέβηκε κάτω στον κάμπο.

Δεν είχε διακρίνει καλά το πρόσωπο του νέου που ήρθε από τόπο μακρινό, αλλά πρόσεξε την ψηλή του κορμοστασιά και τα πυκνά μαλλιά του που χρύσιζαν σαν τη φλόγα. Και ένοιωθε ήδη κάτι σαν ζήλια επειδή η Νατόλια, η υπηρέτρια του παπά, χώθηκε μέσα στο καλύβι των Πιντόρ και μιλούσε μαζί του. Τι ξεδιάντροπη που ήταν η Νατόλια!

Οι φραγκοσυκιές, ανθισμένες τώρα, έδιναν μια χρυσή νότα στο γκρίζο των περιβολιών και εκεί κάτω, πίσω από τον πύργο της ερειπωμένης εκκλησίας, οι ροδιές του ντον Πρέντου έμοιαζαν λεκιασμένες με αίμα. Η Νοέμι ένοιωθε μέσα της όλο εκείνο το γκρίζο και το κόκκινο.

Τα χέρια του άκοπα χτυπούνε, σφάζουν Σκορπά, ανταριάζεται, φεύγει ο εχθρός. 'Σ το δρόμο του άξαφνα του λύεται η χαίτητην πλάτη ανέμισε σα δυο φτερά Τότε του φώναξαν. — «Στάσου, Λαμπέτη, «Άφησε κ' ένανε γι' άλλη φοράΚι' αυτός δεν ένοιωθε ποιος τόνε κράζει Πάντα εσαλάγαγε τη Λιαπουριά, Ταγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει... Άστραψ' εβρόντησε μια πιστολιά,

Ξαπλωμένος πάνω στο ψαθί, με το ένα χέρι κάτω από τη μασχάλη και το άλλο κάτω από το μάγουλο, ένοιωθε την καρδιά του να χτυπά και το θρόισμα των καλαμιών πάνω στο φρύδι του λόφου του φαινόταν να είναι ο αναστεναγμός κάποιου κακού πνεύματος. Το κίτρινο γράμμα! Κίτρινο, άσχημο χρώμα. Ποιος ξέρει τι έμελλε ακόμη να συμβεί στις κυράδες του.

Λένε πως έχει ορυχείο ασημιού. Πόσο διασκέδασε!» «Κερνούσε όλους, ακόμη κι εκείνους που δεν γνώριζε.» «Γιατί το κάνει;» «Καλή είσαι κι εσύ! Όποιος έχει, ξοδεύει.» Ο Έφις ένοιωθε ικανοποίηση, αλλά και ανησυχία. Κάθισε πλάι στον Τζατσίντο και του μετέφερε τα όσα λέγανε οι γυναίκες. «Ορυχείο ασημιού; Ναι, αποδίδει, όχι όμως όσο μια πετρελαιοπηγή.

Ο ύπνος θα σου δώση δύναμη. — Έχε την ευκή μου, κόρη μου· εψιθύρισε η κυρά Πανώρια. Η Ελπίδα ίσαξε καλά το σκέπασμα, πήρε το κέντημά της και βγήκε τραβώντας πίσω της την πόρτα. — Πού είνε ο Δημητράκης ; ρώτησε το γέρο Μαλαματένιο. — Όξω γυρίζει. Πηδάει και χορεύει σα μικρό παιδί. Αλήθεια ο Δημητράκης ήταν διαφορετικά από τη μάννα του· ούτε θλίψη ένοιωθε ούτε κούραση.