United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήταν μέρα χωρίς συφορά και νύχτα χωρίς εφιάλτη. Μα σαν τόνειρο το σημερινό να πάη και να μην έρθη. Είδε, λέει, τον εαυτό του στη θέση του προπάππου του, του Οσμάν. Είχε τα νιάτα και την κορμοστασιά του, την αδάμαστη τόλμη και το πλατύ όνειρό του. Κ' ήταν ερωτεμένος, δυνατά ερωτεμένος με τη γλυκεία τη Μαλχατούν. Κοιμώτανε πλάι στον Εδεβαλή, τον πατέρα της ποθητής του.

Ο καπετάν Λαχτάρας βλέπει γύρω τις στεριές να πισωδρομούν σκοτεινά σύγνεφα στη βία του βοριά· βλέπει το κύμα να τον καβαλά· βλέπει απάνω σπαθί ακονισμένο τ' ολοφούσκωτο πανί, πνίγεται και μανίζει από την απελπισία και τον εφιάλτη. Τι θα γίνη; πού τον στέλνει σφιχτοδεμένον έτσι ο μισητός σύντροφος; Πάσχει να λύση τα σχοινιά, θέλει να φωνάξη· μα είνε ανίκανος. Φυσά και βράζει μέσα του η κόλασις.

Είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα, 305 'πώλεγεν ότι επλάγιασε σιμάτον Ποσειδώνα, και δύο τέκνα γέννησε, κοντόχρονα, τον Ώτον, τον θείον, και τον ξακουστόντον κόσμον Εφιάλτη• απ' όσους έθρεψεν η γη ψηλότερ' ήσαν 'κείνοι, κ' ύστερ' απ' τον Ωρίωνα, λαμπρότεροιτο κάλλος. 310 ήσαν εννηάχρονα παιδιά κ' εννέα πήχαις είχαν πλάτος, αλλά το μάκρος τους έφθανε ορυιαίς εννέα• και τους θεούς φοβέριζαν ακόμη αυτοί να στήσουν μάχην φρικτήντον Όλυμπο, πολέμου τρικυμία. την Όσσαν εις τον Όλυμπο, 'ς την Όσσα το δασώδες 315 Πήλιο να θέσουν ήθελαν, 'ς τον ουρανό να φθάσουν. και αν είχαν ζήσει ν' ανδρωθούν θα το 'χαν κατορθώσει• πλην του Διός και της Λητώς τους έσβυσεν ο γόνος, πριν κάτω από τους μήλιγγαις η τρίχαις τους ανθήσουν, και με τ' ωραίο χνούδι τους τα μάγουλα σκιάσουν. 320

Έχω δα δίκιο γη δεν έχω; μούπε η μητέρα μου όταν φτάσαμε στο σπίτι. Δε μούπες;... — Ας σούπα, της έκοψα την ομιλία με θυμό κιαυθάδεια. Ό,τι θέλω θα κάνω. — Καλά, γυιέ μου, είπε η μητέρα μου μεγκαρτέρηση. Η βραδιά ήτο ζεστή, αλλ' εγώ αισθανόμουν υπερβολική ζέστη και στενοχώρια· και, σαν πλάγιασα, η ζέστη γίνηκε σφοδρός πυρετός κιόλη τη νύχτα κοιμώμουν και παραμιλούσα σένα φριχτό εφιάλτη.

Κατόπιν γύρισε ο ντον Τζάμε….. Όταν το θυμόταν αυτό μια αντάρα σαν από καταιγίδα αχολογούσε μες στο μυαλό της Νοέμι και κάθε φορά ένοιωθε την ανάγκη ν’ αλλάζει θέση, σαν να ήθελε ν’ απαλλαγεί από έναν εφιάλτη. Έτσι, σηκώθηκε και ανέβηκε στην κάμαρά της, στην ίδια όπου κάποτε κοιμόταν με τη Λία.