United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους έκοψα το βραδινό ψωμί, που τώρα το λαμβάνουν από μένα όχι με λιγώτερη ευχαρίστηση παρά από την Καρολίνα, και τους διηγήθηκα το περίφημο παραμύθι της πριγκηπέσσας, που υπηρετείται από μαγευμένα χέρια. Μαθαίνω πολλά, σε βεβαιώ, έτσι και εκπλήττομαι για τας εντυπώσεις που τους προξενεί.

Έκοψα τας ρίνας δύο Ινδών όπως αποσπάσω τους χρυσούς και λιθοκολλήτους κρίκους των, διά να κατασκευάσω ενώτια διά τα ώτα σου τα διάτρητα, τα διαφανή, τα οποία χρησιμεύουν ως δύο θύραι εισόδου και εξόδου διά τους λόγους τους παρ' εμούΚαι τώρα τι άλλο απαιτείς ακόμη, ω Δάμαρ; Δάμαρ. — Τίποτε, ω, τίποτε! Αναγνωρίζω, τας ευεργεσίας σου, ω Πόσι. Πόσις. — Λοιπόν ειρήνευε, και έσο αυτάρκης.

ΜΑΚΒΕΘ Ιδέ, κι' αυτοί με την καρδιάν ευχαριστώ σου λέγουν. Καθίσετ' όλοι σας. Εδώτην μέσην θα καθίσω, Χαρήτε, ξεφαντώσετε. — Τώρα ευθύς θα έλθω να πιω εις την υγείαν σας. Γεμάτο αίμα είνε το πρόσωπόν σου, άνθρωπε! ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Είναι του Βάγκου αίμα! ΜΑΚΒΕΘ Καλλίτερα επάνω σου ή μέσατο κορμί του! Τον εξεκάμετε; ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Εγώ έκοψα τον λαιμό του!

Εγώ ευρεθείς εις αμηχανίανδιότι εφοβούμην μήπως ο Παγκράτης επιστρέψη και θυμώσει, όπως και έγινεεπήρα αξίνην και έκοψα τον κόπανον εις δύο• αλλ' αντί ενός έγιναν τότε δύο οι νεροφόροι. Εν τω μεταξύ τούτω έφθασε και ο Παγκράτης και εννοήσας τι είχε γίνει, τους μεν υδροφόρους έκαμε πάλιν ξύλα, όπως ήσαν προ της επωδής, αυτός δε έπειτα ανεχώρησε κρυφίως, δεν γνωρίζω που.

Ο Μάχτος εστράφη προς την θύραν του κήπου όπως εξέλθη. Η Αϊμά τω είπεν·Έκοψες λουλούδια; — Έκοψα. — Πού είνε; Ο Μάχτος έδειξε το μόνον άνθος όπερ είχε δρέψει. — Αυτό μόνον; Κόψε και άλλα. — Δεν θέλω. — Κόψε και άλλα, επέμεινεν η νέα. Ο Μάχτος κύψας έδρεψεν άνθη, και απήλθεν ευτυχής.

Του έκοψα ψωμί, κι' άρχισε να τρώη με τόσην όρεξι, που απόρησα κ' εγώ. Του είχα κόψει μικρή φέτα, ξεύροντας πως δεν μπορούσε να φάη. Στη στιγμή την έφαγε, και μου γύριψε να του κόψω κι' άλλο. Η τσοπάνισσα που ήρθε κοντά μας μου λέει: — Άνδρας σου είνε, τσούπα; σαν ζαμπούνη τον γλιέπω... Πίνει γάλα, να σας φέρω; — Πίνει, είπα εγώ, γιατί είνε άρρωστος. Εννοούσα που ήτον Τετράδη.

Δικαίωμα κανείς δεν έχει να μ' εγγίξη, κι' ας έκοψα και νόμισμα! Διότι εγώ είμαι ο βασιλεύς! ΕΔΓΑΡ Ω θέαμα, που την καρδιάν ξεσχίζει! ΛΗΡ Ως προς τούτο η φύσις υπερβαίνει την τέχνην. — Πάρε συ αυτά τα χρήματα. Είναι ο αρραβώνας σου. Αυτός εδώ κρατεί το τόξον του 'σάν σκιάχτρο . Τέντωσέ το μίαν οργυιάν σωστήν... Κύττταξε εκεί. Ένας ποντικός! Σιγά, σιγά!

ΛΕΟΝΤ. Όταν συνεπλάκημεν, ο βάρβαρος με επλήγωσε πρώτος ελαφρά• μόλις με άγγισε το κοντάρι του λίγο παραπάνω από το γόνατον• εγώ δε αφού με τη λόγχη διεπέρασα την ασπίδα του, τον εκτύπησα εις το στήθος και η λόγχη τον επέρασε πέρα και πέρα. Έπειτα ώρμησα και του έκοψα την κεφαλήν με την σπάθην, επήρα τα όπλα του και επέστρεψα εις το στρατόπεδον.

Τότε εγώ τραβώντας το σπαθί έκοψα της τρισαθλίας το χέρι, εις το οποίον εφορούσεν ένα δακτυλίδι μαγικόν και ευθύς που της έπεσε το χέρι κατά γης, από ωραία που ήτον, εμεταβάλθη εις μίαν ασχημοτάτην γραίαν. Βασιλέα, μου λέγει, κόπτοντάς μου το χέρι εχάλασες την μαγείαν.

ΦΙΛ. Τι λες; Αρχίζω σιγά σιγά να πιστεύω αυτά τα οποία διηγείσαι. ΜΕΝ. Άκουσε τι έκαμα• συνέλαβα ένα μεγάλον αετόν και ένα γύπα από τους πλέον δυνατούς και τους έκοψα τα πτερά ομού με τους ώμους.... αλλά μάλλον πρέπει να σου διηγηθώ πώς μου ήλθεν εξ αρχής η ιδέα, αν έχης καιρόν να με ακούσης.