United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διεκόπη δύο τρεις φορές, και επανέλαβε τις ζωηρότερες διαμαρτυρήσεις, πως δεν το λέγει για την κατηγορήση, πως την αγαπούσε και την εξετίμα, καθώς και προτήτερα, πως αυτό δεν εβγήκε ποτέ από το στόμα του, και πως μου το λέγει μόνο για να με πείση ότι δεν ήτο ποσώς διεστραμμένος και ανόητος άνθρωπος. — Και εδώ, φίλτατέ μου, αρχίζω πάλι το παλαιό μου τραγούδι, που αιωνίως θα τραγουδώ· αν ηδυνάμην να σου παραστήσω τον άνθρωπον, πώς εστέκετο μπροστά μου, πώς τον θυμούμαι ακόμα έτσι μπροστά μου!

Και σε παρακαλώ να το ενθυμήσαι αυτό, Φίλων, διότι θα μας χρησιμεύση εις την διήγησιν. ΦΙΛ. θα το ενθυμούμαι. ΛΥΚ. Είπε λοιπόν ο Ίων• Αρχίζω πρώτος, αν θέλετε. Και αφού εσκέφθη επ' ολίγον εξηκολούθησεν• Έπρεπεν ίσως, ενώπιον σοφών ως οι παρόντες να ομιλήσω περί ιδεών, αΰλων και αθανασίας της ψυχής• αλλά διά ν' αποφύγω τας αντιλογίας εκείνων οίτινες έχουν αντιθέτους ιδέας, θα ομιλήσω περί γάμου.

ΓΟΝΕΡ. Δεν φθάνει μόνον ο τρελλός αυτός σου ο αυθάδης αλλά κ' οι αναιδέστατοι ακόλουθοί σου όλοι μαλλοκοπούν και πιάνονται κάθε στιγμήν και ώραν και είναι ανυπόφορα τα ατακτήματά των! Ενόμιζα πως έφθανε το πράγμα να το μάθης διά να παύση το κακόν. Αλλ' ύστερον απ' όλους τους λόγους και τους τρόπους σου αρχίζω να φοβούμαι ότ' είναι με το θέλημα και με την άδειάν σου.

Αντί να πάη μέσα το τσεκούρι έφευγε πίσω δυο πιθαμές, τρεις, τέσσαρες σαν να εχτυπούσα σε λάστιχο. Πρέπει να το ξερριζώσω· επικροσυλλογίστηκα. Τσιμπάω απάνω·Ρίχτε μου το λοστό. Μου κατεβάζουν το σύνεργο. Ρίχνω πέρα το τσεκούρι και αδράχνω τον λοστό. Αρχίζω στις ρίζες. Ετυρανήθηκα κ' εγώ δεν ξεύρω πόσο. Ώρες έρχονταν ώρες επερνούσαν κ' εγώ με τον λοστό στο χέρι.

Πάλι 'στο σπήτι μου γυρνώ, ζεσταίνομαι, κρυόνω, και πάλι με χασμήματα 'στο στρώμα μου 'ξαπλόνω, κι' αρχίζω το ρουχαλητό .. . Ω! η ζωή κατάντησε μαρτύριο για 'μένα, έγινα Χάμλετ, όλα πια τα 'βρίσκω σιχαμένα, και μόνο θάνατον ζητώ.

Ξάπλωσε, ξάπλωσε πυκνή πυκνή, κατάχοντρη. Τάχασα. Τόρα, γυναίκα; της κάνω. Αυτή γελούσε. Κάνω να δω για το σταλήκι στο πλάι, πουθενά σταλήκι. Απάνω στην αφηρεμάρα μας, κάπου γλύστρησε και πάει. Κοιτάζω καλά. Κατάμπροστα αντάρα, πίσω καταχνιά, απανωθιό μου αντάρα.. Αρχίζω τα βλαστήμια. Κατέβασα Χριστούς και Παναγίες. Αρχίζει κ' ένα κρύο ψηλό, ψηλό και τσουχτερό.

ΠΟΛ. Όχι, Λυκίνε, αλλά να ομιλήσης ως εάν εκείνη ήτο παρούσα, και εγώ έπειτα θα προσπαθήσω να επαναλάβω προς αυτήν όσα θα είπης. ΛΥΚ. Λοιπόν αφού το θέλεις, Πολύστρατε, ας την φαντασθώμεν ότι παρίσταται και ότι είπε προηγουμένως εκείνα τα οποία εκ μέρους της μου ανέφερες. Και τώρα εγώ αρχίζω την απολογίαν μου.

Πατούνε σπίτια και πύργους, σκοτώνουνε χριστιανούς, κλέβουν τα παιδιά τους, και τα παίρνουνε στην Ανατολή και τα τουρκέβουν. Σαν πέτρες έπεφταν αυτά τα λόγια στο μικρό μου κεφάλι. Ξεχνώ την ιστορία της Λενιώς, κι αρχίζω και ρωτώ χίλια άλλα πράματα.

ΦΙΛ. Τι λες; Αρχίζω σιγά σιγά να πιστεύω αυτά τα οποία διηγείσαι. ΜΕΝ. Άκουσε τι έκαμα• συνέλαβα ένα μεγάλον αετόν και ένα γύπα από τους πλέον δυνατούς και τους έκοψα τα πτερά ομού με τους ώμους.... αλλά μάλλον πρέπει να σου διηγηθώ πώς μου ήλθεν εξ αρχής η ιδέα, αν έχης καιρόν να με ακούσης.

Ήρχετο από την σιαγόνα του νάνου, ο οποίος έσφιγγε τα δόντια του και τα έκαμνε να τρίζουν, με το σάλιο εις το στόμα, παρατηρών με έκφρασιν υπερβολικής λύσσης τας φυσιογνωμίας του βασιλέως και των επτά συντρόφων του, των οποίων τα πρόσωπα εστράφησαν προς αυτόν. — Α! Α! είπεν εις το τέλος ο γελωτοποιός μανιώδης. Α! Α! τώρα αρχίζω να βλέπω ποίοι είναι αυτοί εδώ οι άνθρωποι.