United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καββαλλακεύει τ' άλογο και χάνεται 'ςτά γνέφια. Όσο τον κάμπο να διαβή τον έπιασε η χιονούρα. Πιάνει κ' η νύχτα, η καταχνιά θολή κ' η νύχτα μαύρη. Εχάθηκαν γη κι' ουρανός και μοναχά 'μπροστά του Ανεμοστροβιλίζονταν η σπίθαις της χιονούρας. Όσο να φτάση 'ςτό βουνό ρίχνει μια πήχη χιόνι, Και χάν' τη στράτα τ' άλογο.

Καμιά φορά, όταν παν κ' έρχουνται οι λογισμοί, όταν περνά η μέρα και δεν μπορώ άλλο να θυμηθώ παρά την ώρα εκείνη που την αποχαιρέτησα, όταν τη βλέπω που μ' αποχαιρετά και δε μου βγαίνει ο χωρισμός από την καρδιά κι από το νου, τότες μου φαίνεται πως πάλε μ' αφίνει και με μιας θολοσκεπάζεται ο κόσμος, πως κατεβαίνει κατεβαίνει η καταχνιά... Το νοιώθω πως την αγαπώ σαν και πρώτα και το νοιώθω πως είναι αδύνατο να κάμω χωρίς τη Μοιρίτα.

Να κυττάξη κανείς ένα πράμα είναι πολύ διαφορετικό από το να το βλέπη. Δεν βλέπει κανείς κάτι όσο δεν βλέπει την ομορφιά του. Μονάχα όταν τη δη, έρχεται εκείνο σε ύπαρξη. Τώρα οι άνθρωποι βλέπουν την καταχνιά, όχι γιατί είναι καταχνιά, αλλά γιατί οι ποιηταί και οι ζωγράφοι διδάξανε τη μυστηριώδη ερασμιότητα τέτοιων φαινομένων. Μπορεί να υπήρχαν καταχνιές στο Λονδίνο αιώνες τώρα.

Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος• ευφράνθητην πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας, κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα, και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα• 355 «Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον να σας ιδώ δεν έλπιζα• τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις χαίρετε, και θα λάβετετο εξής και δώρα ως πρώτα, αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη, ζωήεμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». 360

ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Τι έχεις, ω αυθέντα μου; ΛΗΡ Να σου ειπώ τι έχω... Ιδέ με! το εντρέπομαι την δύναμιν να έχης να φέρης τόσον κλονισμόντο ανδρικόν μου στήθος, Τα δάκρυά μου τα θερμά, που τρέχουν άθελά μου, να χύνωντ' εξ αιτίας σου το έχω εντροπήν μου, Ω να σε πάρη η καταχνιά και η ανεμοζάλη!

Είπε, και την παράκλησή του ξάκουσε η Παλλάδα. Τα μέλη τούκανε αλαφριά, πόδια και χέρια απάνου, και στέκοντας σιμά του λέει, δυο φτερωμένα λόγια «Άφοβα τώρα τους οχτρούς πολέμα τους, Διομήδη. Τι μες στα στήθια σούσταξα το πατρικό σου θάρρος, 125 ατρόμητο, σαν πούκλεινε μες στην καρδιά ο Τυδέας, και σκόρπισα την καταχνιά πούχες πριχού στα μάτια και τώρα αλάθεφτα θεό θα ξεχωρίζεις κι' άντρα.

Και προς την πόλι κίνησεν ο θείος Οδυσσέας• κ' η Αθηνά καλόθελα τον έζωσε κατάχνια, 15 μην απαντώντας τον κανείς των ανδρικών Φαιάκων ανεγελάση αυτόν πικρά και ποιος είν' ερωτήση. και εις την τερπνήν ότ' έμελλε την πόλι να πατήση, κει τον απάντησε η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη, με σχήμα κόρης τρυφερής, 'που στάμναν εβαστούσε, 20 κ' εμπρός του εστάθη• ερώτησεν ο θείος Οδυσσέας• «Παιδί μου, δεν μου έδειχνες το σπίτι του Αλκινόου, του ανδρός, οπ' όλων των λαών εδώ 'ναι βασιλέας; ξένος εγώ ταλαίπωρος φθασμένος εδώ πέρα μέσ' από μέρη μακρυνά, κανέναν των ανθρώπων, 25 απ' όσους έχει τούτ' η γη και η χώρα, δεν γνωρίζω».

Λες πως πλαγιάζουν και χουζουρέβουν και πως τις βάζει ο ήλιος να κοιμηθούν· «Εδώ μ' αρέσει, αχτίδες μου χρυσές, εδώ μ' αρέσει να σας βλέπω· αφανίζεστε όλη μέρα απάνω στις κορφές, στα καλντερίμια, στις κοφτερές τις πέτρες· εδώ κάτω να ξεκουραστήτε· έχετε στρώμα κι απακκούμπιΈνα πρωί, από τ' Απεράθου, είδα και την Αμοργό. Είταν ψιλούτσικη καταχνιά, μια περίεργη καταχνιά, σα φωτολουσμένη.

Ανάλαφρη κι αγανή καταχνιά σηκώνεται σα σινδόνι από πάνω της σαν καιάμενου λιβανιού καπνός.

Μια καταχνιά πάνω στα δάση όμοια με το πορφυρό χνούδι πάνω στο κορόμηλο. Πάμε να ξαπλώσουμε στο χορτάρι, να καπνίσουμε και ν' απολαύσουμε τη Φύση. ΒΙΒΙΑΝ. — Ν' απολαύσουμε τη Φύση! Με χαρά μου σου λέω πως έχασα αυτή τη δύναμη.