United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αι δύο άλλαις κόραις σου επρόλαβαν την Μοίραν, κι' απέθαναν ελεεινά. ΛΗΡ Αυτό κ' εγώ νομίζω. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Δεν 'ξεύρει τι του γίνεται. Εις μάτην του μιλούμεν. ΕΔΓΑΡ Εις μάτην! Ναι! ΑΞΙΩΜ. Απέθανε, αυθέντα, ο Εδμόνδος. Ό,τι μου είναι δυνατόν διά ν' ανακουφίσω αυτό μας το ερείπιον το μέγα, θα το κάμω.

Η Μαίρα, και η Κλυμένη αυτού φανήκαν, κ' η Εριφίλη η μισητή, 'που επρόδωσε τον άνδρα για χρυσάφι. αλλ' όσαις είδα ομόκλιναις και κόραις των ηρώων, να ονομάσω αν ήθελα, δεν θα 'φθαν' όλ' η νύκτα. και να πλαγιάσω είναι καιρός, ή 'ς το ταχύ καράβι 330 με τους συντρόφους, ή κ' εδώ' για το προβάδισμά μου, πρώτα οι θεοί, κ' έπειτα σεις θα λάβετε φροντίδα».

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε· «Άλλος, μητέρα μ', Αχαιός την δύναμι δεν έχει, 'πώχω να δώσω ή ν' αρνηθώ το τόξοόποιον θέλω. 345 όχι, ούδ' όσ' είναι της σκληρής Ιθάκης ή των νήσων προς την αλογοβόσκητην την Ήλιδα ηγεμόνες, αυτών δεν δύναται κανείς να μ' εμποδίση, αν θέλω, το τόξο και μονόφορα του ξένου να χαρίσω. αλλ' άμε σπίτι, έχε τον νουτα έργα τα δικά σου, 350 την αλακάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταξε ταις κόραις να εργάζωνται, και άφησ' εδώ του τόξου την φροντίδατους άνδραις κ' έξοχαεμέ 'που 'μαιτο σπίτι κύριος».

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο δώμα, ότι τον λόγον του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθητην καρδία. 355 και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Θέλεις ταις κόραις σου να ιδής; ΛΗΡ Α, όχι! όχι! όχι! Έλα, πηγαίνωμεν μαζί. 'Σ την φυλακήν κλεισμένοι, 'σάν δυο πουλάκια ς' το κλουβί, κ' οι δυο θα κελαδούμεν κι' αν την ευχήν μου με ζητής, εγώ θα γονατίζω να σου ζητώ συγχώρησιν. Με προσευχαίς, τραγούδια, με παραμύθια, την ζωήν εκεί θα την περνούμεν. Πηγαίνετέ τους! ΛΗΡ. Οι θεοί εις μιαν θυσίαν τόσην σκορπίζουν με το χέρι των θυμίαμα, παιδί μου!

Αυτά 'πε· και άκουσ' ο υιός τον ποθητόν πατέρα, και την βυζάστρα κάλεσεν Ευρύκλεια και της είπε· 15 «Ταις κόραις, μάννα, κράτει μουτα μέγαρ', ως να θέσω τα πατρικά μου τ' άρματατον θάλαμο, τα ωραία· μου τ' αφανίζ' όλα ο καπνόςτο σπίτι αμελημένα, αφού λείπει ο πατέρας μου· κ' εγώ μικρός τότ' ήμουν· θα τα φυλάξω τώρα εκεί 'που λάμπα δεν θα φθάση». 20

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· 430 «Ακόμη να μη την ξυπνάς· συ κάλεσ' εδώ τώρα ταις κόραις, 'που τόσ' άπρεπατο σπίτι μου ενεργούσαν».

ΛΗΡ Όσα κι' αν κρέμανται δεινά επάνωτον αιθέρα να τιμωρήσουν έτοιμα τα κρίματα του ανθρώπου, να πέσουν εις ταις κόραις σου! ΚΕΝΤ Κόραις αυτός δεν έχει. ΛΗΡ Σου πρέπει, ψεύτη, θάνατος!

Και 'ςτής Μαριώς παν' το χωριό και δείχνουνε 'ςταίς κόραις Αράδα-αράδα την ποδιά, και την γνωρίζουν όλαις. Μέσα ςταίς άλλαις έρχεται και της Μαριώς η αράδα, Και κοκκινίζει από χαρά και παίρνει και την ζώνει. Τήνε γνωρίζουνε με μιας του βασιληά οι ανθρώποι, Και τήνε παίρνουνε μαζή, την φέρνουν 'ςτό παλάτι Παίρνουν αυτοί το τάμα τους, και ο βασιληάς την κόρη.

Αρβανιτιά την πλάκωσετου Δαμουλά το πύργο « — Γιώργαινα ρίξε τάρματα· δεν είν' εδώ το Σούλι. » Εδώ είσαι σκλάβα του Πασσά, σκλάβα των Αρβανίτων. » — Το Σούλι κιαν προσκύνησε κι' αν τούρκεψεν η Κιάφα » Η Δέσπω δεν το έκανε, η Δέσπω δεν το κάνει. » Δαβλίτο χέρι άρπαξε κόραις και νύμφαις κράζει. « — Σκλάβαις Τουρκών μη γίνωμε' παιδιάμ' αγκαλιαστήτε» Χίλια φυσέκια ήταν εκεί· αυτή φωτιά τους βάνει, Και τα φουσέκια ανάψανε κι' όλαις φωτιά γενήκαν.