United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και προσπεσόντας το προσκύνησε ο Βασιλέας, και παρακάλεσε τον Άγιο να συχωρέση τον πατέρα του τον Αρκάδιο και τη μητέρα του την Ευδοξία. ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Μερικά συμπληρώματα της Ιστορίας του Χρυσοστόμου Η λιγόκαιρη αυτή εποχή αποφάσισε μεγάλα ζητήματα, κ' ίσως απ όλα το μεγαλήτερο είταν η θέση του Πατριάρχη προς το Βασιλέα.

Ο ξένος πήγε ίσια μπροστά στην Παναγιά, κι' ενώ οι Μικροχωρίτες έμεναν ξαπορεμένοι, αυτός άναψε μια μεγάλη άσπρη λαμπάδα, σταυροκοπήθηκε, προσκύνησε κι' άρχισε ν' ασπάζεται τα εικονίσματα του τέμπλου από το Χριστό ως τον Προφήτη-Ηλία, κι' ύστερα τραβήχτηκε σ' ένα στασίδι.

Εκείνος προσκύνησε, σύναξε από χάμου το κιάλι και τα κομμάτια του και χάθηκε. Ο Χαγάνος έμεινε κατάμονος απάνου στο σοφά, βράζοντας από το κακό του Το άγριο αίμα των προγόνων του άναψε και του έπηζε τη σκέψη και τη συνείδηση. Ήθελε να παιδέψη τον Πέτρο το Θεομίσητο· και να τον παιδέψη αλύπητα. Ο Χαγάνος πήδησε από τη θέση του άξαφνα σα να πάτησε φίδι. Αγνάντεψε τον ίδιον το δουλευτή.

Ένα προς ένα τα είδε ο Χαγάνος. — Πάρ' το· είπε, γυρίζοντας το κιάλι στο δούλο του. Ο δούλος πήρε το κιάλι, προσκύνησε και γύρισε να φύγη. — Στάσου· τον διάταξε με κίνημα του χεριού. Ξέρεις να μου ειπής τι γίνεται στο χτήμα του Μορφόπουλου; — Ξέρω· αποκρίθηκε ο δούλος, φέρνοντας το χέρι στο μέτωπό του. — Λέγε. — Ανασκαφές, αφέντη· κάνει ανασκαφές.

Μετά ένα χρόνο περίπου αποδείχτηκε πως είταν αθώος ο Βελισάριος και πείστηκε ο Ιουστινιανός, Του ξανάδωσε ταξιώματά του, προσκύνησε το βασιλέα του ο Βελισάριος χωρίς θυμό, χωρίς κάκητα καμιά και με τη συνηθισμένη του αφοσίωση, κ' ύστερις απέθανε στα 565, μέσα στον ίδιο χρόνο που βγαίνει από τη σκηνή της ιστορίας μας κι ο ίδιος ο Ιουστινιανός, που αφότου έχασε τη μεγαλόγνωμή του αυτοκρατόρισσα δε φαίνεται νάδειξε την πρώτη του δύναμη κι αξιωσύνη.

Αν τολμούσε τώρα να δείξη απονιά όχι στο Θεομίσητο μα και στο δούλο του ακόμα, θα του ρίχνονταν όλοι και θα τον τελείωναν. Με άλλους τρόπους έπρεπε να πολεμήση την αυθάδεια του φταίστη του. — Ήρθε· είπε ο δούλος από την πόρτα. — Ας έμπη! Ο δούλος σήκωσε το μεταξωτό παραπέτασμα και φάνηκε στην πόρτα ο Θεομίσητος. Προσκύνησε από τη θέση του ταπεινά σαν φτωχοκακόμοιρος.

Μία μόνη μου έμενεν ελπίς, η υπόληψίς μου ως πτωχού το πνεύμα, και ήμην αποφασισμένος να την εκμεταλλευθώ ως τελευταίαν σανίδα σωτηρίας. Ο Αγάς εκάθητο ροφών τον ναργιλέν του. Ο διερμηνεύς ίστατο πλησίον του με τας χείρας εσταυρωμένας επί του στήθους. ― Προσκύνησε τον Αγάν, είπε. Σου δίδει την ελευθερίαν, αλλ' επί όρω να υπάγης προς την χώραν, όχι προς τα χωρία, όθεν ήλθες.

Πήρε απάνω του λίγο, του φάνηκε πως ο Άγιος τούρριξε μία ματιά πονετική, σαν να τούλεγε: — Μη φοβάσαι, παιδί μου! Εγώ είμαι εδώ... Έκανε πάλι το Σταυρό του. — Ευχαριστώ, καπετάνιο! είπε μέσα του. Τράβηξε κατά το Ιερό. Στάθηκε μπροστά στην Αγία Τράπεζα, προσκύνησε, είπε κάποια λόγια μέσ' απ' τα χείλια του και σήκωσε τα Άγια Μυστήρια, ψηλά στο κούτελο. Τα χέρια του τρέμανε.

Μα και κοσμικά πανηγυρίσματα έγιναν πάμπολλα, και μάλιστα ιπποδρομικοί αγώνες. Κι απάνω στους αγώνες αυτούς ξεκίνησε συνοδία στρατιώτες φορεμένοι μακρινές χλαμύδες και κρατώντας λευκές λαμπάδες, κ' έφεραν τον αδριάντα του Κωσταντίνου στο Ιπποδρόμιο. Γονάτισε τότες ο λαός και τον προσκύνησε τον αδριάντα. Αυτό είναι το καλλιτέχνημα που στήθηκε κατόπι απάνω στην πορφυρόλιθη την κολώνα.

Η βαθογάλανη αυτή η αστροφεγγιά είναι μέρος της Αττικής, καθώς του Παρθενώνα της μέρος είναι η πανώρια προμετωπίδα του. Κοίταγέ τα ταστέριά της και μέτρα τα αν μπορείς. Και σαν τ' απομετρήσης, πρόσθεσε την ιερή τη σκόνη της γης της, και τότες έχεις τις μεγάλες, τις δοξασμένες ψυχές που φεγγοβόλησαν εδώ πέρα, — από ένα Θησέα, ως ένα Καραϊσκάκη. Πέσε τώρα και προσκύνησέ την αυτή τη σκόνη.