United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΟΥΙΖΑ Της έλεγε . . . της έλεγε . . . πως την αγαπάει πολύ . . . πως είνε η πειο ώμορφη του κόσμου . . . ΑΡΓΓΑΝ Κ' ύστερα; ΛΟΥΙΖΑ Ύστερα γονάτισε μπροστά της. ΑΡΓΓΑΝ Κ' ύστερα; ΛΟΥΙΖΑ Ύστερα ήρθε η μαμά στην πόρτα κ' εκείνος έφυγε αμέσως. ΑΡΓΓΑΝ Τίποτ' άλλο; ΛΟΥΙΖΑ Τίποτ' άλλο, μπαμπά μου. ΑΡΓΓΑΝ Το πουλάκι όμως κάτι ακόμα ψιθυρίζει.

Γονάτισετην άκρη Του βράχου κ' έγνεψε 'ψηλά. Δεν του 'μιλούν τα χείλη, Μιλάει η καρδιά του, η ψυχή, Μιλάει του Παντοδύναμου, 'μιλάει τα λόγια εκείνα, Οπού τα λένε προσευχή, Αγνά 'σάν τα τριαντάφυλλα, αθώα 'σάν τα κρίνα. Ήταν εκείν' η προσευχή για όλο μας το Γένος. Και τόσος του ήταντην καρδιά, ο πόνος σωρειασμένος Οπού τον έκοψ' ίδρωτας.

Ο Έφις μπήκε ακροπατώντας, με τη βιολέτα στο χέρι και γονάτισε πίσω από την κολόνα του άμβωνα. Η εκκλησία ερειπωνόταν. Όλα εκεί μέσα ήταν γκρίζα, υγρά και σκονισμένα.

Έκαμε δυο βήματα μέσα· στάθηκε πάλε, ξαναπροσκύνησε ταπεινότερα. Έπειτα σα να τον έσπρωξε κανείς ήρθε γοργά, γονάτισε μπροστά στο σοφά και φίλησε το χέρι του Χαγάνου. Εκείνος ορθοκάθισε αμίλητος και φοβερός. Όλη η περηφάνεια κ' η ξυππασιά της φυλής του ζωγραφήθηκαν στο πρόσωπό του. Η ταπεινοσύνη του Θεομίσητου του άρεσε πολύ. — Σήκω, Πέτρο· του είπε με χαμόγελο.

Ωραία είσαι σαν πνεύμα που δίστασε. Ωραία είσαι σαν τόλμη που γονάτισε. Τα κρίνα των στοχασμών μου δέξου, τα χιλιδόνια των ψαλμών μου άκουσε, Κυρία των Αγγέλων! Καλογεράκι νάμουνα στη rue de Vaugirard.. Απ' την πλατειά πόρτα των μαύρων σεμιναρίων να βγαίνω γοργό, σκυφτό και σεμνόσε ώρα τραγουδημένην από ρωλόγι παληό. Σφιγμένο να είμαι σε ράσο μεταξωτό, κλειδωμένο με ζώνη πλατειά.

Η ντόνα Έστερ γονάτισε κι αυτή μπροστά στην ψάθα ψιθυρίζοντας: «Έφις, ψυχή μου, θέλεις να φωνάξουμε τον παπα-Πασκάλε; Θα σου διαβάσει το Ευαγγέλιο κι αυτό θα σε ανακουφίσει…» Ο Έφις όμως την κοίταζε με ακίνητο το βλέμμα, με τα μάτια ανέκφραστα στο μελανό του πρόσωπο που γυάλιζε από σταγόνες ιδρώτα.

Ο Έφις γονάτισε στο συνηθισμένο μέρος κάτω από τον άμβωνα, ακούμπησε το κεφάλι στην κολώνα και προσευχήθηκε. Το αίμα άρχισε πάλι να κυκλοφορεί στις φλέβες του, αλλά ζεστό και βαρύ σαν τη λάβα.

Έτσι το κάνουμε πάντα κι' έτσι έκαναν από τα παλαιικά χρόνια οι άνθρωποι της Κορνουάλης. Μολαταύτα αν ξέρης καμμιά πειο καλή μέθοδο, δείχ'τη μας. Πάρε αυτό το μαχαίρι, ωραίο αδέρφι. Θα την μάθουμε ευχαρίστως». Ο Τριστάνος γονάτισε και προτού κόψη το ελάφι, του έβγαλε το τομάρι. Έπειτα τεμάχισε το ζω, αφήνοντας τα κέρατα απείραγα.

Δάγκασέ τονε σκότωσέ τον, παρακαλώ σε. ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, βάστα τη γλώσσα σου· αν κάμης αταξίες, το πρώτο δένδρο... Το τέρας το καψερό είναι υπήκοος μου, και δεν συγχωρώ να μου το βρίζουν. ΚΑΛΙΜΠ. Ευχαριστώ τον υψηλό μου αφέντη. Συγκατεβαίνεις ν' αφοκρασθής πάλι το ζήτημά μου; ΣΤΕΦΑΝ. Ναίσκε· αμμή πώς; γονάτισε και ματαπές το· εγώ στέκομαι ορθός· έτσι και ο Τρίνκουλος. Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ αόρατος.

Έτρεξε ο Νίκος να τηνέ σήκωση κ' εκεί που την τραβούσε απ' τα δυο της τα χέρια, γονάτισε κι αυτός και το στήθος της, το ζεστό και σαν πουπουλένιο, ακκούμπησε απάνω ατό δικό του και τα χείλια του, τα φλογισμένα, έπεσαν απάνω στα δικά της κ' η πνοή της, που ήτανε σαν του φρέσκου ψωμιού την άχνα, τούρθε μες στο στόμα του. . . Τότες τη Λιόλια την έπιασε μιαν αλλοιώτικη τρέμουλα: θυμήθηκ' εκείνο το βράδυ που την πρωτοφίλησε ο Νίκος;-τώρα έξαφνα τρόμαξε από την μοναξιά ολόγυρά της; ή έτρεμε καταπώς τρέμει το φύλλο της λεύκας στο κοτσανάκι του μόλις που ορθρίση, πριν ναρθή το αγεράκι της αυγής να το φιλήση και σαν το νερό που κοιμάται κι απαντέχει τον ήλιο να το χρυσώση ; . . . Μονομιάς βρέθηκε ολόρθη κι άρχισε να τρέχη όχι πια να τρέχη μοναχά, μα να φεύγη : έτσι φεύγει το ζαρκάδι μπρος απ’ τον κυνηγό, το χελιδόνι μπρος απ’ το γεράκι. . . Κι άξαφνα στα μάτια της μπροστά φάνταξ' ένα φέγγος, σαν από χιόνι σταματημένο ανάερα, ακίνητο, με μίαν αχνή ρόδινη γλύκα στην ασπράδα του και σα μέσα σ’ ένα αθώρητο δίχτυ από χρυσές αχτίδες.