United States or Guadeloupe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γύρω ο κατάψηλος ως το ταβάνι σκελετός του φαρμακείου με το γλυκό κιτρινωπό χρώμα του, φωρτωμένος στα γυάλινα βάθη του από βάζα, γυάλιζε εδώ κι εκεί από το ηλιοπλημμύρισμα.

Η ντόνα Έστερ γονάτισε κι αυτή μπροστά στην ψάθα ψιθυρίζοντας: «Έφις, ψυχή μου, θέλεις να φωνάξουμε τον παπα-Πασκάλε; Θα σου διαβάσει το Ευαγγέλιο κι αυτό θα σε ανακουφίσει…» Ο Έφις όμως την κοίταζε με ακίνητο το βλέμμα, με τα μάτια ανέκφραστα στο μελανό του πρόσωπο που γυάλιζε από σταγόνες ιδρώτα.

Έφτειαναν όλο κάτι χρυσούτσικες στάτουες, με το πρόσωπο του καθενός μικρωμένο, που γυάλιζε σαν ψιλό ψιλό διαμαντάκι και που μπορούσε μόλις να το πάρη το μάτι. Αφιέρωνε μια στάτουα ο ένας ταλλουνού· ή την πετούσε πάλε ο ένας σταλλουνού το κεφάλι. Τέτοιες είταν οι δουλειές τους.

Είχε φύγει από το κτηματάκι με η βεβαιότητα ότι κάτι εξαιρετικό θα συνέβαινε, κοιτάζοντας όμως προς τα επάνω τη σκάλα του φάνηκε ότι και ο ντον Πρέντου ήταν λυπημένος, σχεδόν άρρωστος, και ότι δίσταζε να κατέβει, κρατώντας στο ένα χέρι το κλαδευτήρι που γυάλιζε και στο άλλο μια κληματίδα, η βιολετιά άκρη της οποίας έσταζε, όπως από ένα δάχτυλο κομμένο σταγόνες αίμα. «Περίμενε να τελειώσω ή μήπως βιάζεσαι να φύγεις;», είπε ο ντον Πρέντου, αλλά αμέσως συνήλθε, κάτι θυμήθηκε, και κατέβηκε βαρύς, αφήνοντας τον Έφις να τραβήξει στην άκρη τη σκάλα. «Να», άρχισε, όταν βρέθηκαν στο ισόγειο δωμάτιο που ήταν γεμάτο ήλιο και σκιές από χελιδόνια, «να, πρέπει να σου πω κάτι…», και δίσταζε κοιτάζοντας τα χέρια του, «να, θέλω να παντρευτώ τη Νοέμι

Κάτω στο βάθος είχε αφήσει τον τόπο όπου έκανε το έγκλημα, επάνω, προς τα βουνά, ήταν ο τόπος της μετάνοιας. Ο καιρός ήταν καλός∙ οι κοιλάδες είχαν κιόλας χορταριάσει και οι βίγκες άνθιζαν σαν μάτια χαμογελαστών παιδιών. Ένα δίχτυ από ρυάκια γυάλιζε ανάμεσα στο πράσινο στις κατηφοριές και το ποτάμι μουρμούριζε ανάμεσα στα σκλήθρα.

Περπατούσανε απάνω στις λάσπες. Μπροστά ο εκκλησιάρης με το φανάρι, πίσω ο παπάς, με τα Μυστήρια, υψωμένα απάνω απ' το κεφάλι. Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Κλειστά όλα τα παράθυρα. Φωνή δεν ακουγότανε από πουθενά, μόνο πού και πού κάποιες χονδρές σταλαγματιές χτυπούσαν απάνω στα βρεμμένα καλντερίμια. Το φως του φαναριού έπεφτε και γυάλιζε πένθιμα απάνω στα νερά.

Το δωμάτιο ήταν σχεδόν σκοτεινό, αλλά θυμάμαι ότι, μόλις κάποια πόρτα άνοιγε, το κόκκινο πάτωμα γυάλιζε σαν να το είχαν πλύνει με αίμα. Περίμενα ώρα πολλή. Επιτέλους ο λιμενάρχης επέστρεψε. Ήταν με τη σύζυγό του, σωματώδη όπως εκείνος, καλόκαρδη όπως εκείνος. Έμοιαζαν με δυο τεράστια μωρά∙ γελούσαν δυνατά. Η κυρία άνοιξε τις πόρτες για να με δει καλύτερα. Εγώ έβηχα και χασμουριόμουν.