United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφτόν και του Πηλέα ο γιος στη δοξοδότρα μάχη να σμίξει δείλιαε, πούναι σου πολύ πιο παλικάρι. Μα άμε εσύ τώρα κάτσε εκεί με τους συντρόφους, κι' άλλο 115 κοντάρι εμείς του βγάζουμε ν' αγωνιστεί μαζί του. Κι' όσο κι' αν είναι ατρόμητος και φόνο δε χορταίνει, χαίροντας το πλεβρό θαρρώ θα γύρει, πρώτα αν σώσει γερός να φύγει απ' τη σφαγή κι' απ' το κονταροχτύπι

Η πιο ήσυχη γωνιά ήταν εκείνη των Πιντόρ. Καθισμένες μέσα στην καλύβα τους έτρωγαν με τον Έφις ψητό αρνί και μιλούσαν για τη Νοέμι που βρισκόταν μακριά και για τον Τζατσίντο, για τον παπά και τον Μιλέζο, χαμογελώντας χωρίς κακία. «Τις πρώτες μέρες», είπε η ντόνα Ρουθ κόβοντας ένα μικρό γλύκισμα σε τρία ίσα μέρη, «ο Τζατσίντο έλεγε συνέχεια ότι ήθελε να φύγει για το Νούορο, όπου τον περίμενε μια θέση στο μύλο.

Και επί οχτώ μέρες ζούσαν και οι τρεις με την αγωνιώδη ελπίδα να γυρίσει ο Τζατσίντο και να επανορθώσει κι έπειτα να φύγει χωρίς να ξαναδώσει σημεία ζωής! Κεφάλαιο ενδέκατο Μια μέρα το φθινόπωρο ο Έφις πήγε στο σπίτι του ντον Πρέντου.

Εκεί μας είδον οι μισθοφόροι του Φαέθοντος Νεφελοκένταυροι και επέταξαν εις το πλοίον μας• αλλά μαθόντες ότι ήμεθα φίλοι ανεχώρησαν. Είχον δε ήδη φύγει και οι Ιππόγυποι. Αφού εταξειδεύσαμεν επί μίαν νύκτα και μίαν ημέραν, έχοντες πρώραν προς την Γην, εφθάσαμεν εις την Λυχνόπολιν. Κείται δε η πόλις αύτη εις το μεταξύ των Πλειάδων και των Υάδων διάστημα, αλλά πολύ χαμηλότερα του Ζωδιακού.

Έμεινε στο χωριό όλη την μέρα. Ανησυχούσε για το κτήμααν και την εποχή εκείνη λίγα πράγματα ήταν εκείνα που θα μπορούσε να κλέψει κανείςαλλά του φαινόταν ότι μια κρυφή διχόνοια ταλάνιζε τις κυράδες του και δεν ήθελε να φύγει εάν προηγουμένως δεν τις έβλεπε φιλιωμένες. Η ντόνα Έστερ, αφού έβαλε λίγη τάξη, ξαναβγήκε για να πάει στην εκκλησία.

Γιατί καθώς γυρνούσε 40 πρώτος να φύγει, τούμπηξε στη ράχη το κοντάρι, των ώμων του καταμεσύς, και τόβγαλε ως στα στήθια. Και πέφτοντας βροντάει, αχούν και τ' άρματα από πάνου.

Ραψωδία Π Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν, κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων. και οι σκύλοιτον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5 τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν, και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου• «Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι, αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10 Κ' εφάν' ιδούτα πρόθυρα ο ποθητός υιός του• 'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε. και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15 κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα, μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος έκλεισεταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20 τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει, και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο. αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25 θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη• τιτον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις, αλλάτην πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».

Θα μπορούσαμε να τον υποδεχτούμε σαν να ήταν ξένος. Καλώς τον τον ξένο!», είπε σαν να χαιρετούσε κάποιον που έμπαινε εκείνη τη στιγμή από την πόρτα. «Εντάξει. Και εάν συμπεριφερθεί άσχημα, θα τα μαζέψει και θα φύγει όσο είναι καιρός

Και ανάμεσα στα κάπως βεβιασμένα γέλια της ντόνα Έστερ και τις διαμαρτυρίες της Νοέμι, που εκείνος την κρατούσε ακίνητη από τους ώμους, ακούστηκε ένα ηχηρό φιλί. «Πόσο είμαι ευχαριστημένος! Τώρα μπορώ να πεθάνω», σκαφτόταν ο Έφις κάτω από το χράμι, είχε όμως την εντύπωση ότι δεν μπορούσε να φύγει, ότι δεν μπορούσε να βγει από εκείνο τον κύκλο των τοίχων που τον περιέβαλε.

Εγώ ούτε εφανταζόμουν πως θα ήρχετο να μ' εύρισκεν εκεί κάτω! Είχα μάλιστα φύγει από την Πόλι για να τον αποφύγω. Όταν μια μέρα, εκεί που ζωγράφιζα ένα βυζαντινό ερημοκλήσι, τον βλέπω μπροστά μου! Τι ωραία εκκλησίτσα για ένα γάμο ερωτευμένων σαν κ' εμάς μου λέει. Εγώ εις τας αρχάς δεν εδέχθηκα. Αλλ' αυτός επέμεινε τόσο! Κ ώ σ τ α ς. Ναι! Τι ώμορφη που είσαι!