United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν ήρθε η ώρα των αυλών και του πιοτού, ο γέρος είπε να πάρουν τα μικρά, τα πειό τρανά να φέρουν απ' τα ποτήρια του κρασιού, πειο γρήγορα να φθάσουν στου μεθυσιού την ηδονή• έφεραν τότε πλήθος από φιάλες αργυρές κι' από χρυσές• κ' εκείνος παίρνοντας την πειο όμορφη, τάχα πως χάρι κάνει στο νέο τον αφέντη του, γεμάτη του τη δίνει, βάζοντας μέσα στο κρασί και δυνατό φαρμάκι, που, καθώς λένε, του 'δωκε να ρίξη η κυρά του, που το παιδί ν' αφανισθή από το φως της μέρας.

Θ' ΓΥΝΗ Μα το θεό, το ήθελα να μείνω δίχως γένεια, γιατί θα σκάσω απ' του κρασιού τη δίψα τη μεγάλη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Ε! μήπως έχει όρεξι να ρητορέψη άλλη; Γ’ ΓΥΝΗ Εγώ! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εμπρός του λόγου σου, βάλ' το στεφάνι αυθωρεί, γιατί κ' η ώρα προχωρεί. Μίλησε συ λοιπόν καλά, στάσου σαν άνδρας ντούρα, και στήριζε το σώμα σου καλά με τη μαγκούρα. Γ’ ΓΥΝΗ στεφανουμένη και λαμβάνουσα τον λόγον.

Μετ' ολίγην ώραν λοιπόν, όταν ο καπνός του κρασιού του ανέβη εις την κεφαλήν, ήρχισε να τραγουδή κατά την συνήθειάν του, και να κινή τα ποδάρια του εις τους ώμους μου, ωσάν να ήθελε να χορεύση.

Αφού έστειλε τους εργάτας έμεινεν ούτος ίν' αγοράση το προσφάγι των, το οποίον συνίσταται πάντοτε σχεδόν εκ βραστών κουκίων, πράσων, άρτου και ξυνού κρασιού. — Γιωργάκη, πόσο τους πήρες τς' αργάτες· του εφώναξεν ο Δήμος ο χαλικιάς ενώ ησχολείτο εις τούτο. — Γιατί; δεν είνε καλοί; είπεν ούτος, πάντοτε φιλύποπτος. — Καλοί· έχεις μάλιστα και αφορεστικό μαζί σου.

Ο γίγαντας αυτός, που δεν μπόρεσαν να τον καταβάλουν η άρνηση του ύπνου, της αναπαύσεως, των βιβλίων, της τροφής και του κρασιού, λιπόθυμος σχεδόν από την αδυναμία ζητάει στη θάλασσα πρώτα, στην Νεάπολη έπειτα, στο Παρίσι τέλος νέα εποχή μύθων και δραμάτων. Αποτυχαίνει.

Τα μάτια έγειναν σαν αστραπή!. Τον καϋμένον διαβολάκον! τα μάτια του ήστραπτον περισσότερον παρά έλαμπον διότι το αποτέλεσμα του κρασιού εις τον διεγερμένον εγκέφαλον ήτο όχι μόνον έντονον, αλλά και απότομον. Αφήκε νευρικά την κούπα στο τραπέζι και επροχώρησε ανάμεσα από εκείνους που τον περιέβαλλον με ένα μάτι κατά το ήμισυ τρελλό.

Ω πηγάδιΔίχως βάθου καν σημάδι. Ω καδδί που δε χορταίνεις, Και ποτέ δεν αποσταίνεις Σ' όσο βρίσκειςΚι' άδιο πάντα σου απομνήσκεις! Ω καρούτα αναιώνια Που να ρίχνουν χίλια χρόνια, Στα χαμέναΘα παιδεύουνται μ' εσένα! Ω κρασιού αλήθια τάφε, Τ' άντερα σου βάφε, βάφε!... Ε κοντύλιΜούρθε πλιο η ψυχή στ' αχείλι! Πες κάνα άλλο κι' άφς τη βρόμα.

Ήξερε για τη συμφορά και για το θάνατο της θείας Ρουθ και γι’ αυτό φοβόταν να γυρίσει στο χωριό. Ζούσε με τις λίγες λιρέτες που είχε κερδίσει από τη μεσιτεία της αγοράς του κρασιού για λογαριασμό του Μιλέζου, δεν ήξερε όμως τι θα έκανε μετά.