United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε η θεά τ' απήντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Κρονίδη, ω πατέρα μας, πρώτε των βασιλέων, 45τον όλεθρο, 'που του 'πρεπε, καλά 'πεσεν εκείνος• όμοια κάθ' άλλος ας χαθή, 'που τέτοια πάλιν πράξη. αλλά μου σχίζει την καρδιάν ο άμοιρος Οδυσσέας, οπού καιρούς κακοπαθεί μακράν των ποθητών του, μέσα εις νησί περίβρεκτο, 'ς τ' αφάλι της θαλάσσης, 50 χλωρό νησί, και αυτού θεά την κατοικιά της έχει, η κόρη του κακόγνωμου Άτλαντα, οπού τα βάθη γνωρίζει όλης της θάλασσας, και αυτός φυλά τους στύλους τους μακρυνούς, οπ' ουρανό και γην αποχωρίζουν. εκείνου η κόρη αυτόν κρατεί τον δύστυχο, 'που κλαίει, 55 και πάντα με γλυκόλογα πασχίζει να του σβήση τον πόνο της Ιθάκης του• και αρκούσε τ' Οδυσσέα να ίδη οπού σηκόνεται καπνός από την γη του, και ν' αποθάνη επιθυμεί• ουδ' η καρδιά σου, Ολύμπιε, μαλάζεται• και με θυσιαίς δεν σ' έχει αυτός τιμήσει, 60την Τροία την ευρύχωρη, 'ς τα πλοία των Αργείων; ώ Δία, πώς εμίσησες τόσο τον Οδυσσέα

Ένα αηδόνι τραγουδούσε στο μοναχικό δέντρο που επάνω του παρέμενε ακόμη διάχυτος ο καπνός.

Απ' εκεί μετέβη εις την θυρίδα των θυσιών διά της οποίας ο καπνός ανερχόμενος ανέφερεν εις τον Δία το όνομα εκάστου εκ των θυσιαζόντων. Αφήσας έπειτα και τούτους, έδωκε διαταγάς εις τους ανέμους και εις τας ώρας δι' όσα έπρεπε να πράξουν.

Ανάλαφρη κι αγανή καταχνιά σηκώνεται σα σινδόνι από πάνω της σαν καιάμενου λιβανιού καπνός.

Ο χιτών του ήρχισε να καίεται εις πολλά μέρη, αλλά δεν επρόσεχεν εις τούτο και εξηκολούθει τον δρόμον του. Εις το στόμα ησθάνετο γεύσιν καπνού και αιθάλης, ο λαιμός του και οι πνεύμονες του κατεκαίοντο. Το αίμα συνέρρεεν εις την κεφαλήν του και από στιγμής εις στιγμήν τα πάντα τω εφαίνοντο κόκκινα, και αυτός μάλιστα ο καπνός.

Μα τι τρέχει λοιπόν; Λέγε μου! ερωτά και πάλιν. — Τι να τρέχη, αδελφή, απαντά τέλος ανακτών την φωνήν του ο Ιωάννης. Το κέρδος μας . . . — Αι; — Έγεινε. . . . — Τι; — Κα-πνός! — Με τα σωστά σου είσαι; Τι είν' αυτά; τι θα ειπή, έγεινε καπνός; — Να είπη, ότι η ομολογία μας . . . δεν είχε πληρωμένην . . . την τελευταίαν δόσιν. — Και τι μ' αυτό;

Μπαμ! αντήχησε στον ήσυχον αιθέρα και καπνός με σκάγια και στουπιά έπεσε στα πανιά, σαν να τα έδερνεν αδρύ χαλάζι. Αλλά με την ντουφέκια ένας άλλος χτύπος συγκρατητός αντήχησεν, όπως όταν γκρεμίζεται δέντρο συγκλαδοκορμόρριζο κ' επέσαμε όλοι προύμυτα. Ο διάβολος έκαμε τον σκοπό του!

Μετ' ολίγην ώραν λοιπόν, όταν ο καπνός του κρασιού του ανέβη εις την κεφαλήν, ήρχισε να τραγουδή κατά την συνήθειάν του, και να κινή τα ποδάρια του εις τους ώμους μου, ωσάν να ήθελε να χορεύση.

Ο μαΐστρος είχεν επαναρχίσει. Βροχή χιονώδης εσχηματίσθη περί την Ζαγοράν, ήτις προβαίνουσα ως πυκνός μελανόφαιος καπνός κατεκάλυψε την Σκίαθον εν τω χιονοστροβίλω. Αι νιφάδες έφθανον ψυχραί, παγωμέναι, εις το στυγνόν πρόσωπον του δεκατιστού, τον οποίον εις μάτην εκάλει ο ερημίτης να μη ανησυχή.

Οι Λιπαραίοι, άποικοι όντες των Κνιδίων, νέμονται αυτάς και κατοικούν εις μίαν εκ των νήσων όχι μεγάλην, η οποία καλείται Λιπάρα· εκ ταύτης δε μεταβαίνουν και καλλιεργούν τας άλλας, την Διδύμην, την Στρογγύλην και την Ιεράν. Οι κάτοικοι της Ιεράς νομίζουν ότι ο Ήφαιστος χαλκεύει εις την νήσον εκείνην, διότι κατά μεν την νύκτα φαίνεται ότι αναδίδεται απ' αυτήν πυρ πολύ, κατά δε την ημέραν καπνός.