United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πριν ακόμα βουβαθή ο σάλαγος, πριν σβύση ο καπνός που έσυρε μαγνάδι ξωτικιάς στο πεύκο πέρα, σκυλί γαύγισε πρόσχαρα, τσαλαπάτησε τα χαμοκλάδια κι άρχισε να πηλαλά σαν άτι στο αμμουδερό ξέφωτο.

Και ανέβαινε και ανέβαινε τη δημοσιά, γκρίζα στην αρχή, έπειτα λευκή, έπειτα ρόδινη. Η αυγή έμοιαζε να αναδύεται από την κοιλάδα σαν ένας κόκκινος καπνός που σκέπαζε τις φανταστικές βουνοκορφές στον ορίζοντα.

Γυναίκες είναι μοναχά από την μέσην κι' άνω, 'ς τα κάτω είναι Κένταυροι! Εις τους θεούς ανήκει έως την μέσην το κορμί! 'Σ τον διάβολον τα κάτω! Εκεί 'ναι σκότος, κόλασις και ζεματά και καίει. Εκεί θειάφι και καπνός και βρώμα και σαπίλα!... Πουφ, πουφ, φούχι! Φαρμακοπώλη, δος μου μίαν ουγγιάν μόσχον να μυρίσω την φαντασίαν μου. Να χρήματα. ΓΛΟΣΤ. Ω! δόσε μου το χέρι σου να το φιλήσω.

Ανάλαφρη κι αγανή καταχνιά σηκώνεται σα σινδόνι από πάνω της, σαν καιάμενου λιβανιού καπνός.

Ο καπνός της μάχης τον εμέθυεν η θέα του εχθρού εξήγειρεν εις την ψυχήν του άγρια ένστικτα μη ικανοποιούμενα ειμή δι' αίματος πολλού· η συμπλοκή είχε δι' αυτόν απαράμιλλα θέλγητρα και τον παρέσυρεν, ως η θάλασσα τον κολυμβητήν. Ο Ζάχος και τόρα ούτω παρασυρθείς υπό του πάθους του είχε λησμονήσει όλους και τον εαυτόν του και της μητρός του τους λόγους.

Εις τους θνητούς αγγέλλουν την ημέρα η κορυφές του Παρνασσού κει πέρα η απάτητες, με όψι λαμπερή, και ο καπνός που απ' τη σμύρνα βγαίνει την ξερική, πετάει και ανεβαίνει, στου Ροίβου τα παλάτια προχωρεί. Από το θείο τρίποδα η μάντισσα και πάλι μαντέματα θαρχίση στους Έλληνας να ψάλλη, που ο Φοίβος ο θεός θα 'ρθή και θα της τραγουδήση.

Χειμώνα, καλοκαίρι, ως τόσο δεν θα ξαποστάσω μια φορά κ' εγώ! Καλότυχοι είνε ο καπετάν-Φραγκούλης ο Γιαλόξυλος, ο καπετάν- Θανασός ο Ζευγαρωμένος, ο καπετάν-Γιαννάκος ο Έρωτας! Άμα μισάη ο Τρυγητής ο μήνας, έρχονται και δένουν τα καραβάκια τους από την Κολώναν της πιάτσας και τραβούν φαΐ και ύπνο που πάει αντάρα και καπνός! Ήτο περί την εσπερινήν αμφιλύκην, είχεν αρχίσει να νυκτώνη.

Ο θορυβώδης κοχλασμός των λεβήτων θα την εκκωφαίνη, οι σαρκασμοί και οι γέλωτες των δαιμόνων θα την κάμνουν ν' ανατριχιάζη, οι στόνοι κ' αι κραυγαί των βασανιζομένων θα την καταθλίβουν, το σύφλογο της μαύρης φωτιάς, η οποία καίεται αδιακόπως άνευ αναλαμπής, θα την αργοψήνη και ο καπνός, μαύρος και δυσώδης θα την κάμνη ν' ασφυκτιά.

Καθ' οδόν εσκεπτόμην διά την γλισχρότητα του Μνησιθέου, ο οποίος εκάλεσεν εις γεύμα δέκα έξ θεούς και εθυσίασε μόνον ένα πετεινόν, και αυτόν γέρικον και πάσχοντα από κόριζαν, και τέσσαρα κομμάτια λιβάνι, και αυτά μουχλιασμένα, ούτως ώστε έσβυσαν αμέσως και ο καπνός των δεν επρόφθασε να φθάση εις την μύτην μας.

Ο μπάρμπα-Διόμας εσυλλογίσθη το βάρος, και έρριψεν αμήχανον βλέμμα εις το στενόχωρον και την ελαφρότητα της «Υπηρέτρας», αλλ' αφ' έτερου εσκέφθη ότι μία δραχμή, ο ναύλος του οναρίου, ήτο κάτι δι' αυτόν, ήτο ο καπνός και ο οίνος των τριών σχολασίμων ημερών των Χριστουγέννων, και απεφάσισε να προσλάβη τον πώλον.