United States or Saint Martin ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν έχη να ρίξη αστροπελέκια σαν πρώτα, δεν ηξέρω που να κρυφθώ· κείνο το σύγνεφο πρέπει να πέση νεροποντή. — Τι έχουμ' εδώ; είν' άνθρωπος, ή ψάρι; ψόφιο, ή ζωντανό; ψάρι· βρωμάει σαν ψάρι· ένα ψάρι σπάνιο! μία παλιά και ψαρίστικη βρώμα!

Οι Σαμαρείται έτρεξαν έξω της πόλεως, κ' ενώ ούτοι επλησίαζον, οι μαθηταί προέτρεπον τον Κύριον να φάγη, διότι παρήλθεν η μεσημβρία, και είχε κουρασθή πολύ. Αλλ' η πείνα εθεραπεύθη εν τη εξάρσει του κηρύγματός Του. Έχω βρώμα φαγείν, είπεν, ό υμείς ουκ οίδατε.

Αλλά ο Βασιληάς Μάρκος δεν ερχότανε πεια, και ο Τριστάνος θρηνούσε: — Βέβαια, ωραίε θείε, τώρα το σώμα μου βγάζει τη βρώμα κάποιου φαρμακιού πειο αποκρουστικού ακόμη, και η αγάπη σου δεν μπορεί πεια να υπερνικήση τη φρίκη.

Ένας ένας πέφτανε σαν τις μυίγες. Κάμανε μια στιγμή να δείξουνε στήθος· μα γλήγορα το κατάλαβαν πως είνε χαμένοι, κι όπου φύγη φύγη πια τότες. Αφίνουν άλογα, μουλάρια, κανόνια, και παίρνουνε τα βουνά. Από το μέρος εκείνο του λόγγου ως το Κράπι στρωμένος ο τόπος νεκρούς. Βδομάδες και βδομάδες δεν μπορούσες να περάσης από κει και να μη λιγοθυμήσης από τη βρώμα. Ως τον Αρμυρό τους ακολουθήσαμε.

Και ανάγκασαν το παιδί να μάθει πρώτα αυτήν, και απ' αυτή σιγά σιγά ύστερα, ολοένα προσθέτοντας, με την ίδια τέχνη και διπλωματία, πεθαμένα στοιχεία και αφαιρώντας ζωντανά, να φτάσει στη νεκρική τελειότητα. Η μέση αυτή γλώσσα, που έγινε και η επίσημη γλώσσα του κράτους, ― φυσική γλώσσα ενός τραγελαφικού κράτους, ― λέγεται «καθαρεύουσα» και θα ήταν καλλίτερα να λεγόταν «βρώμα».

Άλλοτε, όταν ήταν κατάκοιτος στην καλύβη μπρος στα κύματα και όλοι έφευγαν μακρυά από τη βρώμα των φρικτών πληγών του, τρεις άνθρωποι μολαταύτα τον παράστεκαν: ο Γκορνεβάλης, ο Ντινάς ντε Λιντάν, και ο Βασιληάς Μάρκος. Τώρα ο Ντινάς ντε Λιντάν και ο Γκορνεβάλης μένανε πάλι στο προσκέφαλό του.

Ήτον, ως σας είπα, Παρασκευή και, εις το ευσεβές τραπέζι μου δεν είχα παρά μόνον κοκκινογούλια και σκορδαλιάν. Έτρωγε και εζήτει και άλλην, κράζουσα από καιρόν εις καιρόν «Τι νόστιμον φαγητόν! κρίμα να βρωμά τόσον! δεν ημπορείτε να κάμετε σκορδαλιάν χωρίς σκόρδον;».

Κ' έγινε . . . . δάσκαλος! Και είνεόχι πλέον εν Σκιάθω, αλλ' εν Αθήναις, μέχρι σήμερον δάσκαλος, τουτέστι καθηγητής. Παρεβίασε την φύσιν, την δημιουργίαν του, τον εαυτόν του, την ζωήν του, το πνεύμα του, διά να μην έχη καμμίαν από την κοινωνίαν απαίτησιν, να την αφήση ήσυχον, ως το νερό που μένει και βρωμά, ως την νύκτα που αποσύρεται εις τα κρεββάτια του ο βίος και η κίνησις.

Μα τον Πολυδεύκην! είπε, το ένα βρωμά και το άλλο μυρίζει: Ας μου δώση κάποιος ολίγον αναψυκτικόν! θα λιποθυμήσω! Έπειτα, στραφείς προς τον Καίσαρα: — Τους υπεσχέθην σίτον, έλαιον, αγώνας και ελευθέραν είσοδον εις τους κήπους. Σε λατρεύουν και πάλιν και αλαλάζουν προς τιμήν σου με τα σκασμένα χείλη των. Αθάνατοι θεοί, πόσον δυσάρεστον οσμήν έχει ο όχλος αυτός!

Και θέλοντας να του ανοίξη και κεινού την καρδιά τον ερωτούσε χαμογελώντας, αν δεν ντρέπεται ν' αγαπάη το γιό του Λάμωνα παρά και γυρεύει με τα σωστά του να πλαγιάση μαζί με παλληκαράκι, που βόσκει γίδια· και συνάμα καμονότανε πως συχαίνεται την τραγίσια βρώμα.