United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της άνοιξις η χάρι Σε λουλουδάκια, Σε χορταράκια, Και με λαμπρό φεγγάρι, Εκεί που είχε πλαγιάση Να ξαποστάση, Να ησυχάση, Του είχε ενθουσιάση Το γνωστικό κεφάλι, Να τραγουδήση Την πλούσια φύσι Τα αμίμητά της κάλλη. Η Μουσαις ξυπνημέναις Στην ταραχή του, Πολλή κραυγή του, Πετιούνται ξαφνισμέναις, Και απανωταίς προβαίνουν, Μον σαν τον ίδαν Ακέριον Μίδαν, Γελάν, και μεταμπαίνουν.

Ησυχώτερος ήδη εκάθισε πάλιν ενώπιον του γραφείου του. Αλλ' εκ νέου μεταξύ του γραφείου και των οφθαλμών του ήρχισαν να πλανώνται σκηναί και μορφαί ουδεμίαν σχέσιν έχουσαι προς την αυρινήν παράδοσιν. Εννοήσας ότι αδύνατον να εργασθή σπουδαίως, ο καθηγητής έκρινε φρονιμώτερον να πλαγιάση και να κοιμηθή.

Ας όψωνται, Θεέ μου, συχώρεσέ με! αναστέναξε.. Έσβυσε το λύχνο και τράβηξε να πλαγιάση. Περπατούσε στις μύτες των ποδαριών να μη ξυπνήση την παπαδιά. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Άξαφνα στάθηκε σαν αλαφιασμένος. — Τ' είνε πάλι τέτοια ώρα; Η πόρτα χτυπούσε δυνατά. Ένα ραβδί έδερνε την πόρτα, νταπ-ντουπ, ολοένα δυνατώτερα, ανυπόμονα. — Ανοίξτε, λέω. Ανοίξτε. Θέλω τον παπά! νταπ! ντουπ!

Πήγε να πλαγιάση, μα το κεφάλι της την πονούσε, τα μηνίγγια της χτυπούσαν. Δεν την εύρισκε ύπνος... Ο Παπα-Παρθένης ταξιδεύει. Η καπετάνισσα τον καρτερεί. Πέρασε ένας μήνας, δυο μήνες. Χρόνια της είχαν φανή της παπαδιάς. — Καιρός είνε, που θα καλοδεχτούμε τον παπά, ζύγωσαν οι μέρες, έλεγαν οι γειτόνισσες που ερχόντανε και τη συντρόφευαν. Σε λίγες μέρες ήρθε κάποιο γράμμα απ' τον Πειραιά.

Είτανε πλήξη, δεν είτανε βία, και πάντοτε νόμιζα πως θα βρεθή κανένα νησί, το νησί της Ησυχίας, η κούνια που θα βάλω τον πόνο μου να πλαγιάση, ο ουρανός που θα νταντέψη το βάσανό μου. Τι με μέλει για την επιστήμη, τη γλωσσολογία και τα παραμύθια που συνάζω; Η Ιδέα μου είσαι Εσύ, η Ιδέα που με φωτίζει στο δρόμο που βαδίζω, που μου δίνει και το θάρρος. Εσύ ξέρεις πάντα το σκοπό μου.

Μετά μίαν ώραν, αφού είχε σηκωθή από το πικραμμένον δείπνον της η καπετάνισσα, πριν σηκωθή να κάμη την προσευχήν της, διά να πλαγιάση, αίφνης της λέγει: — Τι έλεγες, Φλωρού, για την γρηά-Γκότσαινα, την μάγισσα;

Όταν υπάγη το πρωί ο χωρικός εις την δουλειά του, και κάμη τον σταυρόν του, κοντά εις τα άλλα οπού θα παρακαλέση, θα είπη: «Γλύτωσέ με, Θεέ μου, από τον Μάγον». Όταν καθίση το μεσημέρι να γευματίση, θα ευχηθή να μη τον μπουκώση ο Μάγος, Όταν θα πλαγιάση την νύκτα, παρακαλεί να μην ίδη τον Μάγον εις το όνειρόν του.

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο σπίτι, γιατί εδέχθη 360 εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της• και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. καιτα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, 365 κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση, και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε•

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Πλύνε τα χέρια σου, βάλε το νυκτικό σου· μη φαίνεσαι τόσον χλωμός! Σου το λέγω και πάλιν: ο Βάγκος είναι εις τον τάφον του· δεν ημπορεί να έβγη από το μνήμα! ΙΑΤΡΟΣ Και εκείνον! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘτο στρώμα, 'ς το στρώμα! Κτυπούν την θύραν. Έλα, έλα, έλα, έλα! δος μου το χέρι! Ό,τι έγεινε δεν ξεγίνεται. 'Σ το στρώμα, 'ς το στρώμα, 'ς το στρώμα! ΙΑΤΡΟΣ Πηγαίνει να πλαγιάση τώρα;

Ενώ από μια μεριά ο παπάς στο δωμάτιο του, κι' από άλλη η υπηρέτρα στην τραπεζαρία, έπαιρναν το πρωτοΰπνι, η γριά με τη Μαριανθούλα δεν είχαν πλαγιάση ακόμα.