Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Εκατάλαβα, είπεν ο Σωκράτης, αλλ' ίσως βέβαια επιτρέπεται και πρέπει να ευχηθή κανείς εις τους θεούς η αλλαγή της κατοικίας απ' εδώ εις τα εκεί να γείνη ευτυχής· το οποίον και εγώ εύχομαι λοιπόν και άμποτε να γείνη κατ' αυτόν τον τρόπον. Και άμα είπεν αυτούς τους λόγους εσταμάτησε και το έπιεν όλον με πολλήν ευκολίαν και ηρεμίαν.

Και όμως από όσα θα ευχηθή το παιδί να του έλθουν, πολλά ο πατήρ του θα ευχηθή εις τους θεούς διόλου να μη έλθουν συμφώνως με τας ευχάς του υιού του. Θα εννοής, χωρίς άλλο, όταν εύχεται, ενώ είναι ανόητος και εκτός τούτου και νέος.

Οσάκις ηρωτάτο δι' ελπίδας και πόθους και κληρονομιάς, ανέβαλλε πάντοτε να δώση οριστικήν απάντησιν και έλεγεν ότι όλα αυτά θα γίνουν όταν θελήσω εγώ και ο Αλέξανδρος ο προφήτης μου δεηθή και ευχηθή διά σας. Είχε δε ορισθή και τιμή δι' έκαστον χρησμόν δραχμή μία και δύο οβολοί.

Είπε και με την μάστιγα την φωτεινή ραβδίζει τα μουλάρια, και αυτ' άφησαν του ποταμού την άκρη, ευθύς, κ' ετρέχαν τακτικά, καλά τετραποδίζαν. κυβερνά η κόρη εύμορφα, πεζοί για να προφθάσουν η δούλαις με τον Οδυσσηά• με νου ραβδίζ' η κόρη. 320 κ' έκλιν' ο ήλιος, κ' έφθασαντης Αθηνάς το δάσος το ένδοξο, και αυτού κάθισεν ο θείος Οδυσσέας, και εις του μεγάλου του Διός την κόρη ευθύς ευχήθη•

Και τότε, τον πατέρα μου απήντησατους δρόμους μ' αιματωμένα των 'ματιών τα δύο δακτυλίδια και δίχως τα διαμάντια των. Εζήτησα να μ' ευχηθή, κι' απ' την αρχήντο τέλος τα όσα εδοκίμασα κ' υπέφερα του είπα. Αλλ' η σχισμένη του καρδιάτον κλονισμόν τον τόσον ν' ανθέξη δεν ημπόρεσε.

Ευχήθη, και άμ' η Αθήνα εκεί σιμά του εφάνη• εις το κορμί καιτην φωνή του Μέντορ' όλη ωμοιώθη, κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•

Θαρρεί πως είνε τούτη η ώρα που τσουγκρίζανε τα ποτήρια. «Στις χαρές σου», της είχε πει ο παπάς. «Ευχαριστώ, παπά μου, να ζήση η παπαδιά», του είχε πει εκείνη. Τώρα όμως θυμάται πως ο παπάς την είχε ευχηθή με μισή φωνή, χαμογελώντας κάτω απ' τα δασά του τα μουστάκια. Αυτή ήτανε η τελευταία μέρα που θυμήθηκε.

Ευχήθη• τον εισάκουσε τότε η Παλλάδ' Αθήνη. 385 και προς τα ωραία δώματα εκίνησεν ο ιππότης Νέστορας, και ακολούθησαν τα τέκνα κ' οι γαμβροί του. άμ' έφθασαντο υπέρλαμπρο παλάτι του κυρίου, εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά καθίσαντην αράδα, και αυτών ο γέροντας ευθύς συγκέρασε κρατήρα 390 από γλυκόποτο κρασί, 'που εμέτρα ένδεκα χρόνους, και τ' άνοιξε η κελλάρισσα, κ' έλυσε το σφαλί του. ο γέρος τον συγκέρασε και με σπονδαίς ευχόνταν της Αθητάς, της θυγατρός τ' αιγιδοφόρου Δία, και αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, 395 οι άλλοι, καθένας σπίτι του, κίνησαν να πλαγιάσουν, κ' έβαλε αυτού ν' αναπαυθή τον γόνο του Οδυσσέα του θείου, τον Τηλέμαχον, ο Νέστορας ιππότης, 'ς την βροντερή την αίθουσα, 'ς την τορνευμένη κλίνη, και τον Πεισίστρατο σιμά, τον άξιον πολεμάρχο, 400 'που μόνον από τους υιούς είχε άγαμονσπίτι•του παλατιού τ' απόκρυφα κ' εκείνος αναπαύθη, και η σύντροφος του η δέσποινα του ευτρέπισε την κλίνη.

Ο χωρικός, με προθυμίαν όχι εμφαντικωτέραν της του παπά-Αζαρία, μεγαλειτέραν δε της του κυρ Κωνσταντού, συνώδευσε τον πάρεδρον εις ικανόν μέρος της οδού έως εις τα Κάμπια, εις το ύψος του βουνού οπόθεν έπρεπε να κατηφορίση τις διά να φθάση εις τον ναΐσκον του Προδρόμου, κ' εκεί, αφού του έδειξεν ακριβώς τον δρόμον, του ευχήθη καλήν Ανάστασιν και τον εγκατέλιπε μόνον.

Όταν ήλθεν η σειρά της Πλανταρούς να πίη εις την υγείαν της νύμφης της, ευχήθη με τρεις διαφόρους τόνους φωνής·Εβίβα, νύφη, με καλό να σαραντίσεις... Κι' ό,τ' είπα, παιδάκι μ'... αστοχιά στο λόγο μου!

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν