United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αφτός κλεφτά οχ τον πύργο 390 πίσω πηδάει, μην τόνε δει κάνα Αχαιού το μάτι πως έφαγε λαβωματιά και παινεσές φωνάξει. Τούρθε κακό του Σαρπηδού που τούφεβγε έτσι ο βλάμης, άμα τον είδε· μα έμεινε ν' αγωνιστεί και μόνος, και καθώς είδε τον Αλκμά του μπήγει το κοντάρι κι' όξω το σέρνει· τότε αφτός τ' όπλο ακλουθώντας πέφτει 395 μπρούμτα, κι' αχεί η χαλκόπλουμη τριγύρω αρματωσά του.

Εδώ θα ρέψεις, κι' η γενιά ας σου βαστά απ' τη λίμνη 390 τη Γύγια, οπούχει γονικό μετόχι σας στην άκρη, κοντά στου Χύλλου τα νερά, στα κύματα του Χέρμου

Όλο το βιος όσό 'φερε μες στα γοργά καράβια στην Τροίαπου έτσι η θάλασσα να θε τον πνίξει πρώτα! — 390 το δίνει, κι' απ' το πλούτος του σας βάζει κι' άλλο ακόμα· το τέρι όμως τ' απάρθενο του ξακουστού Μενέλα λέει δεν το δίνει . . . ωστόσο εμείς τον βιάζουμε, δε φταίμε.

Και αυτοί μου το παράχοσαν μπαλώματα στης τρύπαις. Μον τα Ποντίκια αν δε βοηθώ, μηδέ και τα Μπακάκια Ακόμα τα συχώρεσα οχ την παλιά μου κάκια. 390 Τι μια φορά οχ τον πόλεμο περίσια αποσταμένη, Γυρίζοντας ν' αναπαυτώ σε στρώμα πλαγιομένη, Ολονυκτής δεν μ' άφηκαν μιαν ώρα να σιγήσω, Οχ της μεγάλαις τους φωναίς το μάτι μου να κλείσω.

Έτσι είπε η σεβαστή θεά και την πηγαίνει μέσα. Εκεί ασημόκαρφο θρονί της έδωκε να κάτσει, πλούμιο ώριο, πούχε και σκαμνί για τα ποδάρια κάτου. 390 Έπειτα πήγε κι' έκραξε τον Ήφαιστο και τούπε «Ήφαιστε, η Θέτη εδώ η θεά μάς ήρθε και σε θέλει

Κι' ανέβηκε στο φλογωπό τ' αμάξι, και στα χέρια άδραξε το βασταγερό βαρύ τρανό κοντάρι, 390 που όταν το σείνει παραλεί των μαχητών τους λόχους, όσους η κόρη οχτρέβεται τ' ανίκητου πατέρα. Κι' η Ήρα με το καμοτσί γοργά βαράει τα ζώα.

αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 390 «Αχ! από μιας είν' άπιστητα στήθη σου η καρδία• εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω. ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε• και μάρτυρες ας ήναι οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου.

Εκεί πηγαίνει, τρέχοντας σα νάχασε το νου της, και πάει κι' η βάγια από κοντά με το παιδί στα χέριαΕίπε, κι' εκείνος έφυγε ξανά τον ίδιο δρόμο 390 και τα καλόφτιαστα στρατιά περνούσε πιλαλώντας.

Μήτε με κόρη του παντριές δε θέλω, κι' αν ακόμα παράβγαινε με τη χρυσή στην ομορφιά Αφροδίτη και σε δουλιές κι' αργόχερα θεά Παλλάδα αν είταν, 390 μήτε έτσι δεν την παίρνω εγώ, μον άλλονε ας γυρέψει, όπιος του πάει κι' είναι άρχοντας καλύτερος μου εμένα. Τι δα αν με σώσουν οι θεοί και φτάσω ως στην πατρίδα, ας είναι ο γέρος μου καλά κι' αφτός μου βρίσκει νύφη.

Και ως είχε στήσει αντίκρυ των το υπέρλαμπρο θρονί της, η Πηνελόπ' η φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, όλ' άκουεν, όσ' έλεγαν οι άνδρες εις το δώμα, ενώ με γέλια, με χαραίς, εκάθιζαντο γεύμα, 390 το πρόσχαρο, το ευφραντικόν, ότ' είχαν πολλά σφάξει· αλλ' άλλος δείπνος άχαρος δεν γίνετ' ως ο δείπνος, 'πώμελλαν γλήγορα η θεά και ο άνδρας ο γενναίος να τους προσφέρουν, ότι αυτοί τον αδικήσαν πρώτοι.