United States or Eritrea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πίσω από το αεροκάμωτο τείχος ετόξευε σπηλιάδα σε σπηλιάδα τον άνεμο, καρτερώντας τη στιγμή να χυθή συφάμελος και να ταράξη τα σύμπαντα. Μα κ' εκείνες άρχισε να τις αισθάνεται η θάλασσα, τα πανιά μας να φουσκώνουν, να παίρνει δρόμο το πλεούμενο.

...Φτερωτή, ολόχαρη, πατημένη κάτω απ τα κουπιά του Καπτάν-Μιχάλη η μικρούτσικη η βαρκούλα μας, έσκιζε πεταχτή τα γαλανά νερά. Εγλυστρούσε ολόδρομη πάνω στα κοιμισμένα πέλαγα, εδιάνοιγε το δρόμο χαροπή. Μια εχύμαε την πλώρη στο νερό, και μια αναπηδούσε πάνω ελαφρή.

Τι ζαβώθηκε και πήρε δρόμο εκείνος, μηδέ κατέχει μια σταλιά να δει κι' ομπρός και πίσω, πώς θαν του πολεμά άβλαβο τα' ασκέρι στα καράβιαΕίπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου, 345 και βγάζει τη ροδόθωρη κοπέλα απ' το καλύβι και τους τη δίνει ναν την παν. Κι' αφτοί γυρνούσαν πίσω στον κάμπο, κι' άθελα μαζί κι' η κόρη περπατούσε.

Με τους ίδιους φωνολογικούς νόμους ξαναφτειάνει ο λαός τους ίδιους δημοτικούς τύπους. Παραδείματος χάρη, είναι σ' όλους γνωστό που δυο ο, το ένα κοντά στάλλο, είναι σαν ένα μόνο ο στην προφορά. Μα πώς έγινε τέτοιο πράμα; Με μιας έγινε; Τάτονα και τα τονισμένα ο μήπως πήραν όλα τον ίδιο δρόμο στην ίδια εποχή; Όχι βέβαια!

Τότε λοιπόν εκείνοι, οι βασιληάδες των Δελφών, με μιας αποφασίσανένα γκρεμό να φέρουνε και να την ρίξουν κάτω, να τη σκοτώσουν την κυρά, που έβαλε κ' εκείνη να θανατώσουν στο ναό ιερωμένον άνδρα• τώρα η πόλις την ζητεί, που τέτοιον άθλιο δρόμο με τρόπο τόσον άθλιο ηθέλησε να πάρη. Ήρθε στου Φοίβου το ναό παιδί κι' αυτή να κάνη και τώρα χάνει και παιδιά και το κορμί της χάνει.

Και ένοιωθε έναν αδιόρατο φόβο να στρέψει, να κοιτάξει εκείνη την αντρική φιγούρα που ήταν κάπως παράξενη, πράσινη και κίτρινη, ακίνητη πάνω στον πάγκο απ’ όπου λες και δεν θα ξανασηκωνόταν πια. Εκείνος όμως ξανάρχισε να μιλά για το ταξίδι, για το μοναχικό δρόμο και ρώτησε πόση ώρα χρειάζεται για να φτάσει στο Νούορο.

Αγάλι' αγάλια κι η καταχνιά πήρε δρόμο, ο ουρανός ξάνοιξε, φάνηκε το γαλάζιο χρώμα του. Εκειός ο αέρας μ' έσωσε. Σηκώθηκα ορθός, λίγο ν' αναποδογυρίσω το μονόξυλο.. Να! και φάνηκε η στεριά, οι καλαμιές, τα δέντρα. Είμαστε ανάμεσα πελάου. Του λόγου της πάντα αναίστητη. Στην αρχή την πήρα πως τα τίναξε. Άρχισα να την τρίβω. Τη βάρεσε ο αέρας κι αυτή, άρχισε νάρχεται στα σέστα της.

Όλα κουράζονταιτο δρόμο τους και γυρεύουν ανάπαυσι· είπεν η Μάρω έμφροντις· ποιος ξεύρει τι μας βρίσκει αύριο; Εφ' όσον η Μάρω προυχώρει, διέκρινε καθαρώτερον εν μέσω συσκίου κήπου, υψηλόν πύργον. Ευθύς ανεθάρρησε κ' ενεψυχώθη.

Τα νιάτα ογλήγορα απερνάν τα γηρατιά πλακόνουν, Και τούτο μόν εφάνηκαν η χάρες τελειόνουν. Καλοί, αχαμνοί, που διάβαιναν, οχ το λαό κοντά της, Μηδέ επεριεργάζονταν καθόλου τη θωριά της· Κανείς δεν καταδέχονταν μηδέ να τη ρωτήση, Μόν βιαστικά το δρόμο του τηρούσε ν' ακλουθήση. Στέκει, η Αλήθεια καρτεράει, στην άκρα απορριμμένη, Σε καταφρόνεσι πολλή, ψυχρή και παγομένη.

Μα του κάκου όλα.. πατηνάδες, περίπατοι, ματιές, παινέματα, θυμοί, ξενύχτια στην πόρτα ομπρός, τίποτα δεν ωφελούσαν και μόνο ο Ζώης ερεθιζότανε. Μια πρωινή ο Ζώης επαραφύλαξε την κοπέλλα, σαν εύγαινε από την εκκλησιά, σ' ένα δρόμο κοντά στο σπίτι της. — Τι διάβολο, από πάγο είσαι; της είπε. — Και ο πιο δυνατός πάγος λυώνει, σαν εύρη ανάλογη ζέστη, αποκρίθη εκείνη.