United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το βασιλόπουλο μεγάλωνε μέσα στα πούπουλα και μέσα στα χρυσάφια. Ο Ρήγας το πότιζε με του πουλιού το γάλα. Σκλάβοι και σκλάβες το παράστεκαν μέρα και νύχτα. Μα το βασιλόπουλο ήτανε πάντα χλωμό και αρρωστιάρικο και τα μεγάλα γαλανά του μάτια ήσαν πάντα γυρμένα κατά γης. Ο Ρήγας κάλεσε όλους τους γιατρούς από Ανατολή και Δύση.

Αυτό όμως δε γινότανε συχνά κι αν έστριβα λιγάκι μόνο το κεφάλι, έβλεπα αμέσως τα γαλανά μάτια του να ζητούν ανυπόμονα τα δικά μου. Και τότε είμουνα χαμένος. — Τι θέλεις, Σβεν; έλεγα. Και νόμιζα πως έπρεπε να φανώ αυστηρός, ήξερα όμως πως δεν το μπορούσα. Τότε μου έδειχνε ένα άνθος ή ένα πετραδάκι ή κατιτίς άλλο σπάνιο πράμα. Και παράδινα τα όπλα.

Άλλα δυο χρόνια πρέπει να κολυμπούσα στα παιδιακήσια μου χρόνια σαν ψάρι στα γαλανά του νερά, και κόσμο δεν έβλεπα παρά σαν πηδούσα κάποτες απάνω στο κύμα και κοίταζα στον αέρα πότε αχτίδες, πότε σκοτάδι. ΣΗΜ. Κ' εδώ αφίνουμε μερικές σελίδες. Περνούσαν ως τόσο τα χρόνια. Τον ένοιωθα πια τώρα τον εαυτό μου.

Στα τελευταία έδωκε ο Θεός και γεννήθηκε το παιδί. Μα το βασιλόπουλο, μόλις άνοιξε τα μάτια του στον κόσμο και κύτταξε τριγύρω του με τα μεγάλα γαλανά του μάτια, αντί να κλάψη, όπως όλα τάλλα παιδιά, σιγοάνοιξε το στοματάκι του κι' άρχισε να χαμογελά. Όλοι οι μάγοι και όλοι οι σοφοί του παλατιού μαζεύθηκαν απάνω από τη χρυσή κούνια να ιδούν το παράξενο μωρό.

Της έβγαλε τον πλούσιο πορφυρό μαντύα, και χαριτωμένο φάνηκε το σώμα της στη λεπτή τουνίκα και στο μεγάλο μεταξωτό φόρεμα. Κ' η Βασίλισσα δε μπόρεσε να κρατήση τα γέλοια σαν θυμήθηκε τον καλό γέρω-ερημίτη που είχε σκορπίση και της τελευταίες οικονομίες του, για να την στολίση. Η ρόμπα της είναι πλούσια, λεπτά τα μέλη της, τα μάτια της γαλανά, και φωτεινά τα μαλλιά της σαν ακτίνες του ήλιου.

Πρωί-πρωί, οξύτατος συριγμός ρυμουλκού με αφύπνισεν. Ανήλθον. Γαλανή θάλασσα, γαλανά βουνά, γαλανός ουρανός, γαλανόν το ρυμουλκόν που μας ετραβούσε προς την Προποντίδα, εμάς και δύο άλλα τρεχαντήρια, ένθεν και ένθεν. Έτρεχε το ρυμουλκόν μετά δυνάμεως, και έφευγον επ' εδώ κ' απεκεί χειροπιασμένα ως εν χορώ βουνά και κάμποι και κάστρα και χωριά.

Εξέφεβγε, εκατέβαινε κάτω στα διάφανα τα πέλαγα· έσμιγε, αγκάλιαζε μέσα βαθιά της θάλασσας τις άκρες, αφάνταστες και μυστικές στα γαλανά και μαγικά τους χρώματα. Δριμύς ο ήλιος καφτερός, περίχυνε αρμονικά τις τάπιες τις περίψηλες ολόγυρα, που εκρέμονταν ολόχοντρες βαρύτατες απάνω.

Και τον είδε τριαντάχρονο λεβεντονιόν να ταράζη και να μαγνητίζη τις ψυχές του πλήθους. Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια εμιλούσε στον λαό, τον εσυμβούλευε και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι τον άκουαν· ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθούσαν.

Η Μάρθα είταν ένα μικρό, ασύγκριτα χαριτωμένο κοριτσάκι με κόκκινα δροσερά μάγουλα, γαλανά μάτια και μακριά σγουρά μαλλιά, σχεδόν απαράλλαχτα σαν του Σβεν. Και δεν πέρασε πολύς καιρός, όσο που μια μέρα ήρθε και κάθησε κοντά στο Σβεν και τον κοίταζε περίεργη τι έκανε. Ο Σβεν είτανε συνηθισμένος να παίζη μόνος του, κ' είχε βρει ένα παιγνίδι, που τονέ διασκέδαζε πολύ.

Ψηλός, ξερακιανός, σκεβρωμένος, ξεδοντιάρης, με μια μύτη που κατέβαινε σαν αγκίστρι ως το στόμα, με μεγάλα άγρια φρύδια, αξούριστος πάντα με τα γένεια σαν καρφιά, είχε μάτια γαλανά και ήμερα μέσα στην αγριάδα του προσώπου του. Ο Καπετάν-Μοναχάκης τον αγαπούσε χωριστά, γιατί δεν έβγαζε ποτέ τσιμουδιά από το στόμα του. «Μέρα, μέρα. Νύχτα, νύχτα». Ο Γερο-Φλώκος τα είχε σα χαμένα τούτη τη φορά.