United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις βαστούσε στα πόδια του. Έκανε να πέση κάτω να σωριαστή. — Δε βαστάω πια. Θα πάω να γύρω λίγο. Ο λοστρόμος άρπαξε τη ρόδα του τιμονιού, από τα χέρια του Γερο- Φλώκου. — Γερο-Φλώκο, δώσ' ένα χέρι να βοηθήσης τον καπετάνιο να κατεβή. Ο Γερο-Φλώκος με τα κοκκαλιάρικα μα δυνατά του χέρια άρπαξε τον καπετάνιο από τη μέση. — Βαστάξου απάνω μου, καπετάνιο. Έννοια σου. Και κατέβαιναν.

Τραβούσε μοναχά την άκρη της μύτης του με τα δυο του δάκτυλα, σαν να ήθελε να την κατεβάση περισσότερο, να τη χώση στο στόμα του. Ο λοστρόμος άφριζε από το κακό του. — Βρε Φλώκο παιδί μου, τη μύτη σου τραβάς; Εμείς χανόμαστε κ' εσύ το χαβά σου; Βρε κατάλαβες πως χανόμαστε; Και πού να ποδίσης τώρα, δε μου λες πού να ποδίσης! Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δος του και τη μύτη του.

Κρύο είνε, θα περάση... είπε ο Μελιγκόνης χλωμός σαν τη λαμπάδα· τον αγκάλιασε και τον φίλησε. — Δεν μπορώ, Γερο-Μελιγκόνη, με σφάζει. Ακουμπήστε με να ξανασσάνω. Τα πόδια μου σα σκουριασμένα σίδερα τα νοιώθω. Τον ακούμπησαν στην αμμουδιά, Ο Γερο-Φλώκος τον κρατούσε στην αγκαλιά του, οι άλλοι από πάνω του. Το νερόχιονο έπεφτε. — Κουράγιο, Μοναχάκη, δεν είνε τίποτε. Κρύο είνε, θα περάση.

Απ' του Χάρου τα δόντια, είπε ο λοστρόμος. — Τώρα ν' αφήσουμε την «Αθηνά» και να πιάσωμε τον Μοναχάκη, είπε ο Γερο-Φλώκος. Τον πονούσε η ψυχή του. Έβαλε όλα τα γιατροσόφια του κάτω, μα του κάκου. Τον Μοναχάκη τον έψηνε η θέρμη στο στρώμα. Οι πόνοι τον έσφαζαν. ... Σε πέντε ημέρες, Κυριακή ημέρα, το απομεσήμερο ρίχνανε την άγκυρα στην πατρίδα.

Την τραβούσε να τη βάλη στο στόμα. — Βρε καράβια θεριά τούδωκαν, βρε μπάρκα πρωτοτάξιδα ποδίσανε, κ' εμείς πού πάμε δε μου λες; Βρε πανί δε φαίνεται στο πέλαγο, βαπόρια δεν ξεμυτίζουν να ταξιδέψουν κ' εμείς μωρέ, που βαστιόμαστε με τα μπλάστρια, πού πάμε δε μου λες; Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δος του και τη μύτη του. — Ο Θεός να με συχωρέση.

Μα εδώ και λίγα χρόνια ο Καπετάν- Μοναχάκης μου φαίνεται πως πάει γυρεύοντας για πνίξιμο. Να το δης, Γερο-Φλώκο. Τώρα που τον πήραν τα γεράματα και τον σφίξαν οι ρεμματισμοί, κάλλιο τώχει να πάη στο φούντο με την «Αθηνά» παρά να δη άλλον καπετάνιο σ' αυτό το σαπιοκάραβο. Ο Θεός να με βγάλη ψεύτη, μα πάω να χάσω το μυαλό μου μ' αυτόν τον άνθρωπο. Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά.

Ο λοστρόμος όσο έβλεπε τον καιρό να βαστάς το χαβά του και άκουε την τρούμπα που πολεμούσε να προφτάση τα νερά και τα τριξίματα του καραβιού στο σκαμπανέβασμα μουρμούριζε ολοένα, δυνατά τώρα, μιλώντας στον Γερο-Φλώκο: — Έλα, Χριστέ και Παναγιά, με τούτο το κακό. Βρε μάτια μου, Φλώκο, κατάλαβες πως αυτός ο χριστιανός βάλθηκε να μας πνίξη; Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά.

Ο Γερο- Φλώκος κατέβαινε πού και πού κ' έρριχνε μια ματιά, μήπως γύρευε τίποτε. Όλο και νερό έπινε. Τον έκαιγε η θέρμη. Τη νύχτα άρχισε να ξαστερώνη κατά τη Δύση. — Τα είδες; είπε ο Γερο-Φλώκος στο λοστρόμο. Ο πουνέντες ξαστέρωσε. Κ' έτρεξε να δώση τα συχαρίκια στον καπετάνιο. Κατά τα ξημερώματα φύσηξε πουνέντες. Η θάλασσα της νοτιάς άρχισε να πέφτη σιγά-σιγά. Έδωκε ο Θεός και τη σκαπουλάρησαν.

Από το αμπάρι άξαφνα πρόβαλε ένα κεφάλι με γουρλωμένα μάτια. Πετάχτηκε στην κουβέρτα, έκανε δυο σάλτους επιδέξια κι' από σχοινί σε σχοινί, έφθασε στην πρύμη. Ήταν ο Γερο-Φλώκος, ο Αμίλητος.

Ψηλός, ξερακιανός, σκεβρωμένος, ξεδοντιάρης, με μια μύτη που κατέβαινε σαν αγκίστρι ως το στόμα, με μεγάλα άγρια φρύδια, αξούριστος πάντα με τα γένεια σαν καρφιά, είχε μάτια γαλανά και ήμερα μέσα στην αγριάδα του προσώπου του. Ο Καπετάν-Μοναχάκης τον αγαπούσε χωριστά, γιατί δεν έβγαζε ποτέ τσιμουδιά από το στόμα του. «Μέρα, μέρα. Νύχτα, νύχτα». Ο Γερο-Φλώκος τα είχε σα χαμένα τούτη τη φορά.