Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Εσύ όμως, το ξέρω, μήτε τα προσέχεις, μήτε γυρίζεις να κοιτάξης. Τραβάς ίσια το δρόμο σου, σα να μην είταν οι δασκάλοι στον κόσμο. Θα μελετάς πάλε κανένα βιβλίο που θα μας αραδιάσης με τη σειρά τους γενικά, απρόσωπα ζητήματα της επιστήμης. Έχεις άδικο, Ψυχάρη. Μη χολοσκάνης τους δασκάλους, αποκρίσου τους και μια φορά.
ΓΛΟΣΤ. Μα τους θεούς, είν' αίσχος σου να μου τραβάς τα γένεια! ΡΕΓ. Προδότη! Δεν εντρέπεσαι ταις άσπραις σου ταις τρίχες! Εδώ σας 'φιλοξένησα! Τα ληστρικά σας χέρια τον φίλον, που σας δέχεται, θα τον κατασπαράξουν; Τι θέλετε; ΚΟΡΝ. Να μας ειπής τι γράμματα σου ήλθαν από τον Γάλλον: ΡΕΓ. Ξάστερα ν' αποκριθής, διότι τα πάντα τα γνωρίζομεν.
ΑΜ. Άνθρωπε, διατί με ήρπασες και πού με πηγαίνεις; Βέβαια θα είσαι σωματέμπορος και θα σε έχη στείλει ο θείος μου ο Αίγυπτος. Θα φωνάξω τον πατέρα μου. ΤΡΙΤ. Σιωπή, Αμυμώνη, είνε ο Ποσειδών. ΑΜ. Τι Ποσειδών λέγεις; Αλλά διατί με τραβάς εις την θάλασσαν; Θα πνιγώ η δυστυχής.
Και μέρες κρεμαστός εκεί για τρόμο να μένη έχει προστάξει ο βασιλιάς· κάθε πιστός αλλάζει εκείθε δρόμο, «προδότη», λέει, «καλά να τα τραβάς.» Σαν άνομο καθένας το κοιτάζει ως τρέμει στον αέρα το κορμί, και μόνο καμιάς κόρης δάκρυ στάζει: «Κρίμα σε τόση νιότη ευγενική.»
Τραβούσε μοναχά την άκρη της μύτης του με τα δυο του δάκτυλα, σαν να ήθελε να την κατεβάση περισσότερο, να τη χώση στο στόμα του. Ο λοστρόμος άφριζε από το κακό του. — Βρε Φλώκο παιδί μου, τη μύτη σου τραβάς; Εμείς χανόμαστε κ' εσύ το χαβά σου; Βρε κατάλαβες πως χανόμαστε; Και πού να ποδίσης τώρα, δε μου λες πού να ποδίσης! Ο Γερο-Φλώκος τσιμουδιά. Δος του και τη μύτη του.
Και ο ντον Πρέντου πήγε να καθίσει κοντά στην αρραβωνιαστικιά του. «Πώς είναι η διάθεσή μας σήμερα;» «Σταμάτα, Πρέντου, μην τραβάς το πανί, με τρυπάει η βελόνα….» «Αυτό θέλω κι εγώ!» «Πρέντου άσε με∙ κάνεις σαν μικρό παιδί!» «Εσύ φταις που μου έκανες μάγια για να ξεμωραθώ…» «Πρέντου!
Τότες τ' Ατριά φοβήθηκε ο γιος και του φωνάζει 425 «Βρε αδέρφι, απρόσεχτα τραβάς, μον κράτα τ' άλογά σου! Στενός ο δρόμος... με περνάς, πιο στ' ανοιχτά σα βγούμε... Κράτα, μην πάθουμε κι' οι διο, σου λέω, αν με χτυπήσεις.»
Καμμιά άλλη δεν απόχτησε ποτέ τα μούτζουνά σου· Τάχα οι αγγέλοι του ουρανού ομιάζουν τσ' αφεντιά σου; Μόνε αν έχεις ωμορφιά με κάλλη και με χάρι. Να μη τραβάς περήφανη παραπολύ καμάρι. Έχεμε στην αγάπη σου σα δούλον εδικό σου· Νου και καρδιά και γνώσι μου βαστάς στον ορισμό σου. Εσύ να δείχνης απονιά καθόλου δε σου πρέπει, Γιατί δε στέργει ο Έρωτας σκληρόκαρδαις να βλέπη.
Έμπροσθεν της καλύβης ο νέος διέκρινε την στιγμήν εκείνην σκιάν τινα διαγραφομένην, αμαυράν, κύπτουσαν προς το ύδωρ. Ο νεαρός ναύτης δεν επίστευσεν ότι ήτο φάντασμα, ούτε καν βάσκαμα. Εκ της υπόπτου δε ησυχίας, την οποίαν ετήρει η σκιά μετά τον ακουσθέντα μικρόν κρότον, εφαίνετο ότι δεν ήτο αγρίμιον. Ο νέος ενόησεν αμέσως κ' έσπευσε να φωνάξη· — Μην τραβάς! είμαστε φίλοι!
— Τι την τραβάς, πατέρα; έκραξεν ο Μάχτος. Ο Πρωτόγυφτος εφαίνετο αλλόφρων και δεν απήντα εις ουδέν ερώτημα. Το πράγμα τω εφαίνετο ανωφελές. Συγχρόνως μεταξύ της Γύφτισσας και του Βούγκου συνήφθη ταπεινή τη φωνή μικρός διάλογος. Οι δύο ούτοι μόλις είχον αποσείσει τέλος τον ύπνον, και ήρχισαν να εννοώσιν ότι συνέβαινέ τι. — Κοιμάσαι, μεγάλε; — Κοιμάσαι, μάννα; — Εγώ δεν κοιμούμαι. — Ουδ' εγώ.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν