Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Όθεν της είπε· θυγατέρα μου, σφόγγισε τα δάκρυα σου· βλέπω ότι η καρδιά σου κλίνει εις μεταβολήν· σου τάσσω να σε ξεκολλήσω από την δύναμιν του δαίμονος· φθάνει μόνον να μη παρακούης εις τες συμβουλές μου. Τότε η βασιλοπούλα του έταξεν ότι ήτον έτοιμη να κάμη ό,τι την ήθελε προστάξει. Και έτσι φιλώντας το χέρι του Δερβύση, εγύρισεν εις το παλάτι της, γεμάτη από στοχασμούς και φόβον.

Ο Αμπτούλ εφάνη περίλυπος διά την ζήτησιν του Καλίφη. Μου κακοφαίνεται, Αφέντη μου, του είπεν, που έχεις τέτοιαν περιέργειαν, την οποίαν δεν ημπορώ να σου την πληρώσω χωρίς να μη σου ήθελε κακοφανή. Δεν βλάπτει, έκραξεν ο Καλίφης, είμαι ευχαριστημένος διά να υποφέρω ότι με ήθελες προστάξει χωρίς εναντίωσιν, και σου τάσσω πως δεν θέλεις το μετανοήσει, που μου τον έδειξες.

Τότες απάντησε ο βαθύς και ξεκουράστης Ύπνος «Ήρα μου, σεβαστή θεά, του Κρόνου θυγατέρα. έφκολα εγώ ναι αν άλλον πεις θεό μεγάλο αιώνιο σου τον κοιμίζω, κι' αν μου πεις του ποταμού το ρέμα, 245 του Ωκιανού, που πλάστηκε πηγή μες σ' όλους πρώτη· όμως το Δία εγώ, το γιο του Κρόνου, δεν αγγίζω, δεν τον κοιμίζω, εξόν αφτός αφτόθελα αν προστάξει.

Έπρεπε καλύτερον να με είχες προστάξει διά να ξεδικήσω με άλλον τρόπον, παρά με τέτοιαν προδοσίαν· επειδή και εγώ δεν ήθελα λείψει να θυσιάσω την ζωήν μου διά λόγου σου διά να σε ευχαριστήσω· διότι τέλος πάντων εγώ, με όλον που στοχάζομαι ότι του Ναμαράν με κάθε δίκαιον του έπρεπεν ο θάνατος, δεν έλειψε που να μου μείνη εις την καρδίαν μία θλίψις μεγαλωτάτη διά την προδοσίαν, που ανευθύνως έκαμα και τον έφερα εις τον θάνατον.

Και έτσι λέγοντας με φέρνει εις ένα λουτρόν διά να λουσθώ· και ωσάν απολούσθηκα, βλέπω τέσσαρας σκλάβους, δύο από τους οποίους, είχαν πανιά άσπρα διά να με σφουγγίσουν, και οι άλλοι δύο ήλθαν και με ένδυσαν με πλούσια φορέματα, και με ένα καλόν φακιόλι· εβγήκα από το λουτρόν με θαυμασμόν μεγάλον, μην ηξεύροντας ποίος θα ήτον εκείνος που είχε προστάξει να μου γένουν τόσες περιποιήσεις, και ερωτούσα συχνά τον ευνούχον διά να μου τον φανερώση, ο οποίος άλλο δεν μου έλεγε, παρά διά την ώραν δεν είναι τρόπος να σου το φανερώσω, επειδή και έχω έτσι προσταγήν να ακολουθήσω, και μου κακοφαίνεται που διά τες ώρες ευρίσκεσαι εις αυτήν την ανυπομονησίαν, όμως την ερχομένην νύκτα θέλεις μάθει εκείνο που επιθυμείς.

Εις το αναμεταξύ του καιρού που ήθελα διά να μισεύσω, ιδού και έρχεται ο σκλάβος της Γαντζάδας προς εμέ, και ευθύς που με είδε μου είπε· συμπάθησόν με, αυθέντη, αν δεν ήλθα εμπροσθήτερα να σου φέρω την απόκρισιν εις τα όσα με επρόσταξες επειδή και εδικόν μου δεν είναι το φταίξιμον· η κυρά μου με είχε προστάξει διά να μην σου μιλήσω με κανένα τρόπον· αυτή με το να αγάπησε την δόξαν των ανθρώπων, και διά να λογισθή ωσάν μίαν ηρώισσα απεφάσισε διά να καή· δεν κάνει χρεία να μιλήσωμεν άλλο δι' αυτήν, επειδή και πρέπει να την αφήσωμε να χαρή την δόξαν που επεθύμησε, και ας έλθωμεν εις το αίτιον που εδώ με έφερεν· ήξευρε πως μία άλλη κυρά πολλά πλουσία και ωραία ωσάν την Γαντζάδα, που την δουλεύω, επιθυμά να σε ιδή· επειδή και της εδιηγήθηκα την ιστορίαν σου, και τα όσα επέρασες με την Γαντζάδα, και από την περιέργειάν της με έστειλε διά να σε κράξω να έλθης προς αυτήν· κάμε μου λοιπόν την χάριν και έλα μαζί μου, και δεν θέλεις μετανοήσει που με υπήκουσες.

Και μέρες κρεμαστός εκεί για τρόμο να μένη έχει προστάξει ο βασιλιάς· κάθε πιστός αλλάζει εκείθε δρόμο, «προδότη», λέει, «καλά να τα τραβάςΣαν άνομο καθένας το κοιτάζει ως τρέμει στον αέρα το κορμί, και μόνο καμιάς κόρης δάκρυ στάζει: «Κρίμα σε τόση νιότη ευγενική

Κ' εις αυτούς έψαλν' ο λαμπρός αοιδός και αυτοί καθόνταν 325 ήσυχα και άκουαν κ' έψαλνε των Αχαιών την μαύρην απ' την Τρωάδ' επιστροφή, που 'χε προστάξει η Αθήνη. και από τ' ανώγι απείκασε το θείον άσμα εκείνου, η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου, και την υψηλήν κλίμακα του δόμου της κατέβη• 330 μόνη όχι, δυο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν• και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, της καλοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη, 'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε• 335 και προς τον θείον αοιδόν δακρύζοντας αυτά 'πε•

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν