United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού λοιπόν ετελείωσα την επιστασίαν της πρεσβείας μου, και έλαβα μεγάλας περιποιήσεις και πλουσιώτατα και πολύτιμα δώρα παρά του βασιλέως εκείνου, έλαβα και το θέλημα διά να μισεύσω.

Εγώ της επλήρωσα με προθυμίαν την περιέργειάν της μα οπόταν της είπα πως έχω να μισεύσω την αύριον διά την πατρίδα μου, αυτή με αντέκοψε δείχνοντας πως δεν έχει ευχαρίστησιν εις τούτο.

Η κυρά μου, απεκρίθη η σκλάβα, δεν ηθέλησε να σου ειπή τίποτε οπόταν της ωμίλησες μα αν θέλης να κλίνης εις την παρακάλεσίν της, δεν το πιστεύω να λάβης αιτίαν διά να μετανοήσης. Απεφάσισα το λοιπόν να υπάγω χωρίς να στοχασθώ πως έχω να μισεύσω την ερχομένην ημέραν. Και ούτως η σκλάβα με έφερεν εις ένα ωραιότατον παλάτι, του οποίου μοναχά η θεωρία με εξέπληξεν.

Το τελώνιον που εις το σύννεφον ήτον, υπήκουσε, και με επήρε. Μα πριν να μισεύσω ευχαρίστησα μεγάλως τον Χεδέρ διά τες χάρες που μου έκαμε, και τον επαρακάλεσα να με ενθυμάται· εις διάστημα τριών ωρών το τελώνιον με έφερεν εις την Μπάσραν, και με απέθεσεν εις την πόρταν μου. &Συμβεβηκός Θ'. του Αμπουλβάρη και τέλος της ιστορίας του.&

Ο στοχασμός του Αμπίμπη με ελάφρωσεν ολίγον τον πόνον μου· επειδή και με έκαμνε να στοχασθώ πως αν η Γαντζάδα με αγαπούσε, δεν ήθελε είνε τόσον πρόθυμη να καή με όλον που ήξευρεν από τον σκλάβον τον ερχομόν μου εκεί· μα με όλον τούτο δεν ημπορούσα να στοχασθώ τον γάμον της χωρίς να αγροικήσω να ανανεώνεται ο πόνος μου και διά τούτο το αίτιον απεφάσισα να μισεύσω από κει.

Ο μέγας βεζύρης πατέρας μου με επρόσταξε να έλθω να βιάσω τον γυρισμόν σου. Βεζυροπούλα μου, απεκρίθη η Κυρά, μεγάλην σύγχισιν μου προξενούν αυτές οι είδησες, που μου έφερες, όμως δεν θέλω λείψει να ανταμείψω τον ζήλον του πατρός σου, ομοίως και τον ιδικόν σου, που δείχνετε εις εμένα· θα μισεύσω το λοιπόν με λόγου σου τούτην την στιγμήν.

Τέλος πάντων ύστερον από πέντε ή έξ εβδομάδας, μαθαίνοντας ότι ήτον έτοιμο ένα καράβι διά να μισεύση από εκεί διά την πατρίδα μου, ετοιμάσθηκα και εγώ να μισεύσω με αυτό. &Συμβεβηκός πρώτον του Αμπουλβάρη.&

Πώς το λοιπόν, ω Αμπουλβάρη, μου είπεν, εσύ έχεις κατά νουν έτσι ογλήγορα να με απαρατήσης; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, η υπηρεσία μου με βιάζει διά να μισεύσω και μάλιστα το καράβι είνε έτοιμον διά μίσευμα· και αν μου λείψη ετούτο το μέσον, δεν ηξεύρω πότε ημπορώ να εύρω άλλο παρόμοιον. Εσύ λοιπόν, είπεν αυτή, είσαι αποφασισμένος να μισεύσης χωρίς άλλο, από εκείνο που καταλαμβάνω.

Τελειώνοντας δε το τραπέζι, ο γέροντάς μου μού είπε· θέλω να σου ξεμυστηρευθώ ένα πράγμα, διά να γνωρίσης έως πού αναβαίνει η αγάπη που σου έχω· κάνει χρεία να μισεύσω από το πόρτο του Σουράτ, εδώ και δεκαπέντε ημέρες, διά να πάγω με το καράβι μου εις ένα νησί, εις το οποίον είμαι συνηθισμένος να πηγαίνω κάθε χρόνον· εσύ θέλεις έλθη μετ' εμένα εις εκείνο το νησί, με το να είναι έρημον από τες πολλές παρδάλεις που εις αυτό είναι· ευρίσκονται περισσότερον από διακόσια πηγάδια, από τα οποία βγαίνουν μαργαριτάρια μεγαλώτατα εις το χόνδρος, τα οποία δεν ηξεύρει κανείς παρά εγώ μόνον· ένας γέροντας καραβοκύρης του οποίου ήμουν πιστός σκλάβος, μου εφανέρωσεν εκείνους τους θησαυρούς, και μου έδειξε με ποίον τρόπον ημπορούσα να πλησιάσω εις αυτά τα πηγάδια, με όλον που είναι εκείνα τα θηρία, χωρίς να με βλάψουν.