United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι η σημείωσις των χρημάτων, των σκευών, και κοσμημάτων, τα οποία έχω· είναι ακριβώς καταγεγραμμένα, εκτός ολίγων ασημάντων πραγμάτων. — Πού είναι ο Σέλευκος; ΣΕΛΕΥΚΟΣ. Εδώ, κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι ο θησαυροφύλαξ μου. Ας είπη, αυτοκράτορ, επί ιδίω κινδύνω, εάν εκράτησά τι διά τον εαυτόν μου. Ειπέ την αλήθειαν.

Τελειώνοντας δε το τραπέζι, ο γέροντάς μου μού είπε· θέλω να σου ξεμυστηρευθώ ένα πράγμα, διά να γνωρίσης έως πού αναβαίνει η αγάπη που σου έχω· κάνει χρεία να μισεύσω από το πόρτο του Σουράτ, εδώ και δεκαπέντε ημέρες, διά να πάγω με το καράβι μου εις ένα νησί, εις το οποίον είμαι συνηθισμένος να πηγαίνω κάθε χρόνον· εσύ θέλεις έλθη μετ' εμένα εις εκείνο το νησί, με το να είναι έρημον από τες πολλές παρδάλεις που εις αυτό είναι· ευρίσκονται περισσότερον από διακόσια πηγάδια, από τα οποία βγαίνουν μαργαριτάρια μεγαλώτατα εις το χόνδρος, τα οποία δεν ηξεύρει κανείς παρά εγώ μόνον· ένας γέροντας καραβοκύρης του οποίου ήμουν πιστός σκλάβος, μου εφανέρωσεν εκείνους τους θησαυρούς, και μου έδειξε με ποίον τρόπον ημπορούσα να πλησιάσω εις αυτά τα πηγάδια, με όλον που είναι εκείνα τα θηρία, χωρίς να με βλάψουν.

Αυθέντη, του λέγει ο Ομάρ, παύσε να με φοβερίζεις, σε παρακαλώ, και μην είσαι θυμωμένος εναντίον μου· ομνύω εις τον Πλάστην του κόσμου ότι άλλην θυγατέρα από αυτήν δεν έχω· εγώ σου το είπα χίλιες φορές ότι αυτή διά λόγου σου δεν ήτον· μα εσύ δεν ήθελες να με πιστεύσης, και εις τούτο δεν έχω πταίξιμον κανένα. Ο Κατής εις ετούτα τα λόγια ήλθεν εις τον εαυτόν του, και λέγει του βαφιά.

Για σένα πολεμώ και δουλέβω. Φτωχός είμουν και μ' έκαμες πλούσιο, γιατί δικό μου τίποτις δεν έχω· δυο πράματα μόνο γύρεβα στον κόσμο, μια γλώσσα και λίγη ποίηση. Τη γλώσσα την πήρα από το στόμα του λαού· την ποίησή μου από σένα την πήρα. Την ποίησή μου από σένα την πήρα και του κάκου παραπονιούμαι. Θυμάσαι, ψυχή μου, θυμάσαι; Έξη χρόνια τώρα και παραπάνω!

Ο Αγιαντώνης έρριξε το κεφάλι κάτω, εσούφρωσε τα φρύδια κ' έφυγε χωρίς να ειπή λέξι. — Καλά σ' έχω· εσυλλογίσθηκε ο ναύκληρος. Και με την ίδια επιβουλή πλησιάζει τον Αγιάννη τον Καλυβίτη, που ήταν ξαπλωμένος κάτω από μια μηλιά κ' έβλεπεν από μακριά τη διασκέδασι.

Πολύ ευχαρίστως, είπε ο Μαρτίνος· λέγουν, πως η Βενετία είναι καλή μονάχα για τους ευγενείς Βενετσάνους· και πως, ωστόσο, δέχονται πολύ καλά τους ξένους πούχουνε παράδες. Εγώ δεν έχω· έχετε σεις· θα σας ακολουθήσω παντού. — Μια στιγμή! Πιστεύετε, πως η γης ήτανε πρώτα θάλασσα, όπως διατείνεται αυτό το χοντρό βιβλίο του καπετάνιου;

Τι να κάμης; να μετρήσης τα λεφτά και γρήγορα γιατ' είσαι χαμένος άνθρωπος· είπεν ο ιερεύς με αυστηρόν ύφος, θέλων να κάμη σοβαρωτέραν την εντύπωσιν των λόγων του. — Μα δεν έχω· πού να οικονομήσω τρακόσες δραμές;

Θέλει ανταμείψω την αγάπην σας· και τώρα έχετε υγείαν, και κοντάτο μεσονύκτι θε να σας ανταμώσω εκείτον προμαχώνα. ΟΛΟΙ Τα χρέη μαςτην Υψηλότητά σου. ΑΜΛΕΤΟΣ Αγάπην θέλω από σας όσην σας έχω· χαιρετώ σας. Το πνεύμα του πατρός μου 'ς τ' άρματα! δεν είναι καλά τα πάντα· υπάρχει κάτι αισχρό παιγνίδι· Ω νύκτα, φθάσε! Ως τότε ησύχαζε, ω ψυχή μου!

Συγχρόνως έσυρεν εκ του κόλπου του το πορτοφόλι κ' εξήγαγε τας τριακοσίας δραχμάς. — Να, περισσοτέρα δεν έχω· είπε τείνων αυτά εις τον έκπληκτον βλαχοποιμένα. — Αδερφέ μου με σώνεις! είπεν ούτος, εναγκαλιζόμενος αυτόν· με σώνεις· έσωσες το κορίτσι μου, τ' όνομά μου!. . . Αλλ' ενώ ήπλωνε την χείρα να λάβη τα χρήματα εστάθη.