United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι από τότε που θρηνώ το ξανθό και γαλανό, το ουράνιο φως μου, μετεβλήθη εντός μου κι ο ρυθμός του κόσμου. Κατά τα 1884 είχε γυρίσει ο Βιζυηνός στην Αθήνα από την Ευρώπη μ' ένα τόμο του χοντρό καλοτύπωτο στη Λόντρα.

Τότε κάποιος τη λυπήθηκε, πήρε ένα χοντρό κλαδί αγριεληά, το πελέκησε, τώκοψε και της το χάρισε να σέρνη το γέρικο κουφάρι της. Το φτωχικό ραβδί έγινε τώρα ο μοναχός σύντροφος της γρηάς Δροσούλας. Δεν τάφινε απ' το χέρι της.

Είπε καιτον Μελάνθιον γιδοβοσκόν εστράφη· 175 «Κινήσου και άναψε φωτιάτο σπίτι, ω Μελανθέα· θέσε κοντά μέγα θρονί και στρώσε αυτού προβεία· φέρε από μέσα το χοντρό του αλείμματος τυπάρι, όπως με πυρ ζεσταίνοντας και αλείφοντας το οι νέοι το τόξο δοκιμάσουμεν, ο αγώνας να τελειώση». 180

Είδα καλά τον τιμονιέρη στο τιμόνι, τον καπετάνιο εμπρός στην κάμαρή του, τον ναύκληρο και πεντέξη ναύτες με τις σκότες στα χέρια. Όλοι έστεκαν και μας εκύταζαν περίεργα μα ούτε σχοινιά ετοίμαζαν ούτε τίποτα. Μόνον ο σκύλος τους, ένας σκύλος μαλλιαρός, κατάμαυρος μ' ένα κεφάλι χοντρό, ολοστρόγγυλο σαν μπόμπα κανονιού, μας έστελνε αλλεπάλληλο το άγριό του αλύχτιμα. — Τους άτιμους! εψιθύρισα.

Πολύ ευχαρίστως, είπε ο Μαρτίνος· λέγουν, πως η Βενετία είναι καλή μονάχα για τους ευγενείς Βενετσάνους· και πως, ωστόσο, δέχονται πολύ καλά τους ξένους πούχουνε παράδες. Εγώ δεν έχω· έχετε σεις· θα σας ακολουθήσω παντού. — Μια στιγμή! Πιστεύετε, πως η γης ήτανε πρώτα θάλασσα, όπως διατείνεται αυτό το χοντρό βιβλίο του καπετάνιου;

Πώς διο μουλάρια βάζοντας τα δυνατά τους σέρνουν 742 ή καραβόξυλο ή χοντρό οχ τα βουνά δοκάρι σε μονοπάτι ανόμαλο, και λύνεται η καρδιά τους ενώ τραβούν και βιάζουνται λαχανιστά δρωμένα· 745 σαν έτσι οι διο τους βιαστικά το σώμα κουβαλούσαν.

Και η Νοέμι, σκυμμένη με μια γαβάθα που αχνίζει στο χέρι, ενώ του σκουπίζει τον ιδρώτα από το πρόσωπο, προσπαθεί να μιμηθεί το χοντρό αρραβωνιαστικό της. «Έλα πιες.

Τους έδενε καλά μες το προάβλιο· μπρος στα μάτια των άλλων καταδίκων, που έβλεπαν με θυμό πολύ και με αγανάχτηση μεγάλη μες από τους φεγγίτες τους πλεχτούς· τους πισταγκώνιαζε καλά. Εμούσκεβε ένα χοντρό, διπλό σκοινί μες το νερό· το έστρυφτε καλά, κ' επρόσταζε έναν, ένα τους φαντάρους·Πελέκα τουν, ουρέ βλαμ! Όντας αποστάκ'ς, σου βουητάω κ' ιγώ !...

Κατέβαινε, μετά τη λειτουργία, μια σειρά από χωριατοπούλες, όμορφες σαν τα τριαντάφυλλα, η μια κολλητά στην άλλη, όλο γέλια. «Είδες εκείνο το χοντρό που μετάλαβε;» , είπε μια. «Είναι ένας ευγενής, πολύ πλούσιος, που του έχουν κάνει μάγια.» «Ναι, το ξέρω.

Κ' εκατέβαινε χοντρό, βαρύ, φουσκωμένο στο νερό, στρυμένο, αλύπητο το φοβερό σκοινί, στις ξεσαρκωμένες τις πλάτες τους, στους κόμπους, στους ώμους, στα μεριά, στα κωλομέρια, στα χέρια, στα πόδια, σε ξερά και σε χλωρά. Εσηκοκυλιόνταν αφτοί, έσκουζαν, εσπάραζαν, την πέτρα ράγιζαν από τους σκληρούς τους πόνους.