United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε κάποιος τη λυπήθηκε, πήρε ένα χοντρό κλαδί αγριεληά, το πελέκησε, τώκοψε και της το χάρισε να σέρνη το γέρικο κουφάρι της. Το φτωχικό ραβδί έγινε τώρα ο μοναχός σύντροφος της γρηάς Δροσούλας. Δεν τάφινε απ' το χέρι της.

Καλά που δεν είνε εδώ τα παιδιά, . . . θα τάφινε νηστικά. Και λαβούσα από του ερμαρίου τεμάχιον άρτου, λείψανον της προτεραίας, το εμοιράσθη με τα μικρά της. — Εκείνος θάφαγε βέβαια, είπε καθ' εαυτήν. Αληθώς δε είχε φάγει ο κυρ Δημήτρης, και είχε πίει μάλιστα. Εξελθών της οικίας του ησθάνθη, και αυτός δεν ήξευρε διατί, ελαφρότερον τον εαυτόν του.

Και θα έπαυαν διά παντός. Εις πάσαν περίπτωσιν τα χαλινάρια τα εκράτει αυτός και δεν τάφινε να του τα πάρη. Και άμα έβλεπεν ότι το παράκανε, θα του τα μάζευε τα χαλινάρια. Αλλά και η ελευθερία την οποίαν του άφινεν ήτον αναγκαία διά να παύσουν αι αφορμαί των δυσαρεσκειών του με τον Στρατήν, αι οποίαι, παροξυνόμεναι βαθμηδόν, ηδύναντο να φθάσουν εις ανεπανόρθωτα πράγματα.

Τρέχουν, βομβούν, εργάζονται, φορτόνονται, ανάβουν, δεν τρέφεται με σχέδια ο ήσυχός των νους· εδώ μετρούν, εκεί σακκιά για το σιτάρι ράβουν, μόνον εγώ ο ποιητής πετώ 'στους ουρανούς. Τι έξυπνος! τι πονηρός! σαν νέος της Αθήνας . . . αν ήσαν κι' οι υπάλληλοι οι άλλοι σαν κι' εμένα, ο έμπορος επλούτιζε εις ένα δύο μήνας, κι' αμπάρια και κατάστιχα θα τάφινε κλεισμένα.

Στεκότανε σα μεγαλογυναίκα μα την αλήθεια, με λογισμούς ανώτερους και πιο ξεδιαλισμένους από κοινής μαζώχτρας. Δεν τον κοίταγε τώρα κατάματα, παρά χάμου πάλε οι ματιές της. Ίσως και διαλογίζουνταν ακόμα τόνειρο της ζωής της, πώς να το πετύχη καλλίτερα. Ως τόσο το χέρι της τάφινε πάντα στου λεβέντη το χέρι. Μισακκούμπησε τέλος στον ώμο του και το συλλογισμένο κεφάλι της.