United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΝΕΑΝΙΑΣ Στο Δία τον Σωτήρα, κορίτσι μου γλυκύτατο, κάμε μ' αυτήν τη χάρι, και γλύτωσέ με απ' αυτό το γέρικο κουφάρι, κ' εγώ, για τούτο το καλό, θα σου προσφέρω πάλι σε μια ολόκληρη βραδειά χάρι παχειά, μεγάλη! Β'ΓΡΑΥΣ Μωρή εσύ•! που τον τραβάς αυτόν από τον δρόμο, και παραβαίνεις φανερά τον ψηφισμένο νόμο, ενώ είνε γραμμένα προτήτεραεμένα να ρθεί και να πλακώση;

Καλά κάνει! Τη συμμερίζομαι! Η πραγματική αγάπη ήταν η δική σου για εκείνες και αν είναι κάποιος που θα έπρεπε να αγαπούν και να παντρευτούν, ναι, το λέω, είσαι εσύ και όχι ο θείος Πιέτρο…. Κι όμως σε πέταξαν έξω σαν ένα γέρικο σκυλί, τώρα που δεν μπορείς να τους προσφέρεις τίποτε. Και όμως εσύ τις αγαπάς περισσότερο γι’ αυτό, επειδή η καρδιά σου είναι η καρδιά ενός πραγματικού ανθρώπου.

Τότε κάποιος τη λυπήθηκε, πήρε ένα χοντρό κλαδί αγριεληά, το πελέκησε, τώκοψε και της το χάρισε να σέρνη το γέρικο κουφάρι της. Το φτωχικό ραβδί έγινε τώρα ο μοναχός σύντροφος της γρηάς Δροσούλας. Δεν τάφινε απ' το χέρι της.

Έφτασε σιγά-σιγά κάτω στο γιαλό και πέρασε την ξύλινη σκάλα. Η «Μαχώ» η βάρκα του τον περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη απάνω στα νερά. Σαν πέσανε τα μάτια του απάνω της τούρθανε τα κλάματα. Στάθηκε και κούνησε το κεφάλι του, το γέρικο κεφάλι με τάσπρα μακρυά μαλλιά, το κούνησε λυπητερά και κατάπιε μέσα του τα δάκρυά του. Έλυσε το σχοινί και πήδησε μέσα, όπως έκανε πάντα.

Γέρικο πόδι! τράβα εμπρός! ξανάνοιωσε στην πράξι, και μ' όλο που τα χρόνια σου δεν σε βοηθούνε πεια! Προχώρησε! και τον εχθρό πούχουν τ' αφεντικά σου, βόηθα, να τον σκοτώσουνε και να σωθή το σπίτι!

Τότε ύψωσε την κεφαλή, στο γέρικο του αγκώνα 80 ακουμπιστός, και ρώτησε το γιο τ' Ατρέα κι' είπε «Πιος είσαι εσύ που περπατάς στα πλοία ομπρός μονάχος μέσα στης νύχτας την καρδιά, π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται; Μην κάνα σύντροφο ζητάς; μην έχασες μουλάρι; Μίλαάφωνος μην προχωράςκαι πες μου, τι γυρέβεις85

Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του και το πρόσωπό του φαινότανε πιο γέρικο απ' του γέρου του πατέρα του. Στάθηκε μια στιγμή σαν αλαφιασμένος, με τα μάτια του ορθάνοιχτα, μαύρα σαν την πίσσα. Έβαλε το χέρι του στον κόρφο, έβγαλε την τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την πέρασε στο λαιμό της πεθαμένης. Το χλωμό της το πρόσωπο άστραψε πάλι σαν τον ήλιο.

Είπε, κι' ο νους του σάστισε του γέρου απ' την τρομάρα, κι' όρθιες στο γέρικο κορμί τ' ασκώθηκαν οι τρίχες, και στάθηκε έτσι σα ζαβός.

Εις αυτό το σπίτι θα ήτο ο Ρούντυ το χαϊδεμένο παιδί. Υπήρχε εδώ βέβαια και ένα άλλο χαϊδεμένο δηλαδή ένα γέρικο, τυφλό και κουφό σκυλί, που δεν επήγαινε πλέον μαζί εις το κυνήγι, αλλά πρώτα το έπαιρναν. Δεν είχαν λησμονήσει τα καλά του τα χαρίσματα από τα πριν χρόνια και διά τούτο ελογαριάζετο τώρα το ζώον με τα μέλη της οικογενείας και ελάμβανε και περιποιήσεις.

Το πρωί όμως εσηκώθηκε πριν φέξη έκαμεν ένα κομπόδεμα τα ολίγα της πράγματα, έσφιξε την καρδιά της, εσφούγγισε τα μάτια της, που έτρεχαν σαν βρύσι, και 'πήγε ν' αποχαιρετήση το γέρικο ζευγάρι. Έκλαψαν κ' εκείνοι, έπειτα όμως εσυλλογίσθησαν πως ήτο φανέρωμα του θείου θελήματος, να κάμη την Μηλιάν να συλλογισθή την ίδιαν νύκτα, όσα εσυλλογίσθησαν και εκείνοι.