United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, κι' ο νους του σάστισε του γέρου απ' την τρομάρα, κι' όρθιες στο γέρικο κορμί τ' ασκώθηκαν οι τρίχες, και στάθηκε έτσι σα ζαβός.

Μα τέλος να βαριούνται σαν άρχισαν οι Δαναοί, τότες του λέει ο Αίας «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, ή σήκωσέ με ή εσένα εγώ· και πια ο θεός τι θάβγειΈτσι είπε και τον σήκωσε. Μα αφτός τις πονηριές του 725 δεν ξέχασε, μον του πατάει κλώτσο πιδέξο πίσω και σου τον φέρνει ανάσκελα, κι' αντάμα απάς στα στήθια του πέφτει. Σάστισε ο λαός κι' απόμεινε σαν τόδε.

Σάστισε εκείνος και γυρνάει, κι' αναγνωρίζει αμέσως την Αθηνά που ξάστραφταν τα φοβερά της μάτια. 200 Και κράζοντάς την της λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Κόρη του Δία σκιαχτερή, γιατί ήρθες τώρα πάλι; μη θες να δεις την αψηφιά του βασιλιά Αγαμέμνου; Εγώ 'να λόγο θα σου πω που ίσως τον δεις να γίνει· σα γλήγορα οι περφάνιες του στον Άδη θαν τον πάνε205

Οι νέοι χωρίστηκαν βιαστικά μ' ένα ξεφωνητό γεμάτο από λύπη και οργή. Ο Δημητράκης τα σάστισε, σα να τον πιάσανε κλέφτη σε κάποιο πολυάκριβο καρπό. Κατακόκκινος έρριξε κάτω τα μάτια του κ' έκανε πως ψάχνει, πασπατεύοντας τις τσέπες του για να κρύψη τη ντροπή. Η Ελπίδα όμως συνήρθε γρήγορα κ' έβαλε τα γέλοια και τα ξεφωνητά, θέλοντας να χύση γύρωτριγύρω τη χαρά της.

Ο Δάφνης λοιπόν, αφού σάστισε στην αρχή, αποφάσιζε ν' αποκοτήση να φύγη αντάμα με τη Χλόη ή να πεθάνη μαζί μ' εκείνη· Μα ο Λάμωνας αφού εφώναξε έξω απ' την αυλή τη Μυρτάλη, της είπε: — Χαθήκαμε, γυναίκα· ήλθεν η ώρα να φανερώσουμε τα κρυφά· ας μείνουν έρμα τα γίδια κι όλα τ' άλλα· όμως μα τον Πάνα και μα τις Νύμφες, κι αν πρέπη, καθώς λένε, ν' αφίσω τα βώδια στο σταύλο, δε θα κρύψω ποια είναι η μοίρα του Δάφνη, παρά θα ειπώ και ό,τι βρήκα παραπεταμένο και θα φανερώσω πώς τον είδα να θρέφεται και θα δείξω όσα βρήκα μαζί του.

Για γάμο είμαστε, ευλογημένη; Δεν βλέπεις τι φτώχια μας δαίρνει; Δεν βλέπεις που με σάστισε αυτός ο καπετάν-Παρμάκης; — Να μη τον εύρη ο χρόνος, παιδάκι μου! Ναι! — Να μη τον εύρη ο χρόνος, κυρά-μητέρα! Τώρα είπες καλά. — Λοιπόν, κυρ-Δημάκη; — Θα σας πω εγώ, κυρά-μητέρα, θα σας πω. Τώρα δεν αδειάζω. Σαν γυρίσω από το Σκόπελο. Ας περάσωμε τώρα, όπως περάσαμε ως τώρα. Θα σας πω εγώ!

Γιατί σαν τέτιους ήρωες δεν είδα ακόμα, μήτε θα δω σαν ένα βασιλιά Καινιά, σαν ένα Δρύα, σαν το δεινό Πολύφημο, τον Ξάδη, τον Περίθο, σαν το Θησιά λες πούμιαζε θεός απ' τα ουράνια. 265 Είταν εκείνοι οι πιο γεροί της γης παλικαράδες· γεροί είτανε και με γερούς χτυπιούνταν, με βουνήσα θεριά, κι' ο κόσμος σάστισε το πώς τα ξεπαστρέψαν.

Θυμούμαι και τότες πως ο μακαρίτης ο θειος μου, ο Μιχαλάκης ο Μελάς, σάστισε που ωνόμασα τον Ηρόδοτο reporter. Το είπα, ναι, μα... όχι όπως το είπε ο Μποέμ. Το ίδιο και για κάτι άλλα, που είναι κι άτοπα, γιατί με βάζει και μιλώ για την Ελλάδα και για τα ταξίδια μου μ' έναν τρόπο που όποιος διάβασε το Ταξίδι μου το ίδιο, ξέρει πως δεν μπορεί νάναι ο τρόπος ο δικός μου.