United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΛΕΟΝΤ. Και τα δύο είνε δύσκολα, αλλά προτιμώ την Υμνίδα. Πήγαινε λοιπόν να της πης ότι ήσαν ψέμματα, αλλ' όχι όλα. Δωρίων και Μυρτάλη. ΔΩΡΙΩΝ. Τώρα με διώχνεις, Μυρτάλη, που έγεινα φτωχός εξ αιτίας σου. Όταν σου κουβαλούσα τόσα και τόσα, ήμουν αγαπητικός, ήμουν σύζυγος και κύριος, ήμουν άνδρας και αφέντης, ήμουν τα πάντα.

Αλλά τώρα που έγεινα πανί με πανί, επήρες αγαπητικό τον Βιθυνόν έμπορον κι' εμένα με αφήνεις έξω να κλαίω 'μπρός στην πόρτα σου την ώρα που εκείνον τον έχεις στην αγκαλιά σου και τον φιλείς και περνάτε την νύκτα μαζή και λες μάλιστα ότι είσαι και γκαστρωμένη απ' αυτόν. ΜΥΡΤΑΛΗ. Μούρχεται να σκάσω, Δωρίων, όταν σ' ακούω να λες ότι μου έστελνες πολλά και ότι εφτώχυνες εξ αιτίας μου.

Κι ο Δάφνης, αν και διψούσε, έπινε αργά για να νοιώθη από την άργητα πιο πολλή ευχαρίστηση. Το τραπέζι γλήγορα άδειασεν από ψωμιά και κρέατα· και καθούμενοι ακόμη τον ερωτούσανε για τη Μυρτάλη και το Δάμωνα και τους εκαλοτύχιζαν πως θα έχουν τέτοιονε γεροκόμο· κι ο Δάφνης εχαιρόταν που άκουγε η Χλόη τα παινέματα.

Ένα μονάχα τον ετρόμαζε: ότι ο Λάμωνας δεν ήταν πλούσιος. Αυτό μόνο του ξαδυνάτιζε την ελπίδα. Μολοντούτο έβρισκε καλό να τη ζητήση για γυναίκα κ' εσυμφωνούσε κ' η Χλόη. Στο Λάμωνα δεν τόλμησε να ειπή τίποτε, παρά στη Μυρτάλη και τον έρωτά του θαρρετά εφανέρωσε και για το γάμο της έκανε λόγο. Κι αυτή τα είπε τη νύχτα στο Λάμωνα.

Η Νάπη λοιπόν μένοντας εκεί με το Δάφνη εγύριζε τα βόιδια και με τα δικάβαλα έβγανε το στάρι από τα στάχια, ενώ ο Δρύαντας, αφού έκρυψε το πουγγί εκεί που είχε φυλάξει τα γνωρίσματα, πήγαινε τρεχάλα στο Λάμωνα και στη Μυρτάλη, έχοντας σκοπό να τους ζητήση το γαμπρό πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει.

Επειδή αφού ντύθηκε η Χλόη κ' έδεσε τα μαλλιά της επάνω κ' έπλυνε το πρόσωπό της, τόσο ομορφότερη εφάνηκε σ' όλους, που κι ο Δάφνης μόλις την εγνώρισε. Μπορούσε να ορκιστή κανένας και χωρίς τα σημάδια, ότι τέτοιας κόρης δεν ήτανε πατέρας ο Δρύαντας. Μα κι αυτός ήταν εκεί κ' έτρωγε μαζί με τη Νάπη, έχοντας παρέα σε ξεχωριστό τραπέζι το Λάμωνα και τη Μυρτάλη.

Και τότε ο Λάμωνας μαζί με τη Μυρτάλη και το Δάφνη, πέφτοντας εμπρός στα πόδια του, παρακαλούσανε να λυπηθή γέρο κακομοίρη και να τόνε γλυτώση από το θυμό του πατέρα του, επειδή δεν έφταιγε καθόλου. Και συνάμα του τα λέει όλα ένα προς ένα.

Και θα πάη στους Μεθυμνιώτες όχι καλός εχτρός. Μην κάνης τίποτε άλλο, παρά σήκω και πήγαινε να σε ιδούν ο Λάμωνας και η Μυρτάλη, που κι αυτοί κείτονται χάμω, επειδή θαρρούνε πως κ' εσένα σ' άρπαξαν. Κι αύριο θα σούρθη η Χλόη με τα γίδια και τα πρόβατα και θα βοσκήσετε μαζί και το σουραύλι μαζί θα παίξετε· όσο για τ' αποδέλοιπα θα νοιαστή για σας ο Έρωτας.

Μα πήγαινε, κατάπεισε τη Χλόη κ' εκείνη τον πατέρα της να μη ζητούνε μεγάλα πράγματα παρά να σου τη δώσουνε γυναίκα. Κ' η Χλόη δίχως άλλο σ' αγαπάει και προτιμάει να κοιμάται μαζί με φτωχό κι όμορφο παρά με πλούσιον άσκημο σαν μαϊμού. Η Μυρτάλη, επειδή δεν έλπιζε ποτέ, ότι ο Δρύαντας θα τα παραδεχτή αυτά, αφού είχε για γαμπρούς πλουσιώτερους, επίστευε πως με τρόπο θ' αρνηθή το γάμο.

Δεν είμαι ο πατέρας του Δάφνη, μήτε η Μυρτάλη είχε την τύχη να γίνη μητέρα· άλλοι γονιοί το παραπέταξαν το παιδί αυτό, ίσως επειδή είχανε παιδιά μεγαλύτερα αρκετά· κ' εγώ το βρήκα παραπεταμένο και το ανάθρεφε γίδα δική μου, που και την έθαψα, άμα πέθανε, στο περιβόλι, αγαπώντας τη επειδή εφέρθηκε σαν μητέρα. Βρήκα και σημάδια παραρριγμένα μαζί του.