United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου εφάνει ότι ήμουν βυθισμένος εις μίαν καταληπτικήν κρίσιν μακροτέραν και βαθυτέραν του συνήθους. Αιφνιδίως ένα παγωμένο χέρι απλώθηκε εις το μέτωπόν μου, μία δε ζωηρά και τραυλή φωνή εσύριξεν εις τα αυτιά μου την λέξιν «Σήκω». Εσηκώθηκα. Το σκότος ήτο απόλυτον. Δεν ημπορούσα να ίδω το πρόσωπον εκείνο που μ' εσήκωσε.

Ευρύκλεια φρονιμώτατη, σήκω και του άρχοντά σου νίψε τον συνομήλικον και τώρ' ο Οδυσσέαςτα πόδια καιτα χέρια με τούτον όμοιος είναι, ότ' οι θνητοίταις συμφοραίς ογρήγορα γεράζουν». 360

Και πάλι τον κυτάζει κατάματα, ρίχνει πάλι την αγριόχρωμη λαλιά του: Τάωτω και πίσω δεν κυτώ! τ' αχνάρια μου πίνε μπροστά κ' εγώ γυρίζω πίσω! Έλα, βλάμη, σήκω, σήκω να μοιράσουμε! .. Ασκί του Αιόλου έγινε τόρα το σκελετωμένο σώμα του Τρακάδα και αμόλυσε δυνατόν άνεμο. Εφούσκωσεν ευθύς το ράθυμο πανί, αναταράχθηκε η θάλασσα και το μυστικό επέταξε βέλος από το αυλάκι στ' ανοιχτά.

ΕΡΩΣ. Σήκω, γενναίε Αντώνιε· η βασίλισσα πλησιάζει· η κεφαλή της είναι γυρμένη· ο θάνατος είναι επάνω της και μόνη η παρηγοριά σου δύναται να την σώση. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Εκηλίδωσα την τιμήν μου διά της αισχράς φυγής μου. ΕΡΩΣ. Η βασίλισσα, στρατηγέ.

Οι τρεις κυράδες ευχαριστήθηκαν το τραγούδι και μετά τραγούδησαν και αυτές, ώστε το φαγητό τους ήταν γεμάτο ευθυμία και κράτησε πολύ περισσότερο από συνήθως. Στο τέλος, βλέποντας ότι ο ήλιος πήγαινε προς την Δύση, η Σεραφεία είπε στον βαστάζο, «Σήκω και φύγε· είναι ώρα πια να χωρίσουμε».

Πώς εσύ μπορείς να κοιμηθής ήσυχος; Η κραυγή των απεράντων αγωνιών με εμποδίζει ν' αναπαυθώ. Είναι πολύ, δεν ημπορώ να υποφέρω αυτήν την θέαν. Σήκω! Έλα μαζί μου εις την νύκτα έξω και άφησέ με να σου αποκαλύψω τους τάφους. Δεν είναι αυτό ένα δυσάρεστον θέαμα; Ιδέ! Παρετήρησα.

Και ηκούετο κάτω, εις την αγοράν, ο κτύπος της σκούπας της, ο πεταχτός, εις τον τοίχον οπού άσπριζε: πλατς-πλουτς, πλατς- πλουτς, τραγουδιστά, θαρρείς πλατς-πλουτς, πλατς-πλουτς, 'σαν νάλεγε το τρυφερό τραγούδι της ημέρας. Σήκω, κυρά μ', να στολισθής, να πας ταχειάτα Φώτα. 'Στα Φώτα καιτον αγιασμό . . .

Υπάκουσε ο Τηλέμαχος του ποθητού πατρός του, και, αφού την θύρα κίνησε, της Ευρυκλείας είπε· «Σήκω, έλα δω, γερόντισσα, συ 'που των δούλων όλων, 395 των γυναικών, 'ς σπίτι μας έφορος είσαι αρχαία· έλα, σένα ο πατέρας μου καλεί να σου ομιλήση».

Κάνω έτσι τα πόδια μου· πέφτω απάνω σ' ένα κορμί. — Βρε κόφ' το κούτσουρο! κλωτσάω. Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στο λιθάρι δεν έβγαζε μιλιά μόνον εκύταζε κάτω τη σκοτεινή θάλασσα που έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου. — Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέγω. Σήκω και πλακώνει το σκοτάδι. Eδώ θα μας θάψη το χιόνι. Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα.

Σήκω απάνω, Κεριάκο! του είπε, ο γαμπρός εσηκώθη με δυσκολία· ήταν ελεεινός από το μεθύσι· πριν όμως προφτάση να τον ρωτήξη η αρχή, τον επλησίασεν ο Κοντοπάνης. — Μπρε Κεριάκο, του λέει δυνατά και θυμωμένα. Εσεδά κάνουνε οι τίμιοι άνθρωποι; Αρρεβωνιαζόνται και ύστερα πέρνουνε άλλες; — Μα το θεό, ετραύλισεν ο Κεριάκος· δεν ηξέρω τίβοτα.