United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο τυφλός έμενε απαθής, ακίνητος πίσω από το πονεμένο του προσωπείο. Καθισμένοςδεν ξάπλωνε ποτέμε τα χέρια γύρω από τα γόνατα, με τα μεγάλα κίτρινα δόντια του να λάμπουν στην ανταύγεια της φωτιάς, με τα σκούρα του βλέφαρα χαμηλωμένα, συνέχιζε να διηγείται τις ιστορίες του. «Πρέπει να ξέρεις πως χρειάστηκαν δεκατρία ολόκληρα χρόνια για να χτιστεί το σπίτι του Βασιλιά Σολομώντα.

Να, εκεί κάτω, καθισμένος στο πέτρινο παγκάκι που ακουμπά στο γκρίζο σπίτι του Μιλέζου, ένας μεγαλόσωμος άντρας ντυμένος στα βελούδα. Το καφέ χρώμα της φορεσιάς του τονίζει το κόκκινο του προσώπου του και το μαύρο του γενιού του. Δεν είναι ο ντον Τζάμε; Σαν κι εκείνον προτάσσει το στήθος του και έχει τους αντίχειρες μέσα στα τσεπάκια του γιλέκου του.

Και στα γοργά σαν έφτασαν των Μυρμιδόνων πλοία, 185 τον ήβραν που διασκέδαζε μ' ωριόφωνο λαγούτο, ομορφοπλούμιο, κι' αργυρό είχε ζυγό από πάνου, που διάλεξε απ' τ' Αητιού το βιος σαν πήρε το καστρί του· μ' αφτό γλεντούσε, αρματωλών παλικαριές λαλώντας, κι' αντίκρυ είταν ο Πάτροκλος μονάχος καθισμένος 190 ήσυχος, πότε το σκοπό θα πάψει καρτερώντας.

Κ' είδα πως αποχαιρετούσε πάλι, μα όχι με τον ίδιον τρόπο καθώς λίγες ώρες προτήτερα. Την άλλη μέρα θα πήγαινε στην κλινική. Μα όταν ξύπνησα το πρωί, ο Ούλοφ είταν καθισμένος στη μεγάλη πολυθρόνα αντικρυνά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. — Είσαι πολλή ώρα εδώ; τονέ ρώτησα ξαφνισμένος. — Ναι, απάντησε μονοσύλλαβα.

Κάνω έτσι τα πόδια μου· πέφτω απάνω σ' ένα κορμί. — Βρε κόφ' το κούτσουρο! κλωτσάω. Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στο λιθάρι δεν έβγαζε μιλιά μόνον εκύταζε κάτω τη σκοτεινή θάλασσα που έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου. — Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέγω. Σήκω και πλακώνει το σκοτάδι. Eδώ θα μας θάψη το χιόνι. Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα.

Ο περαματζής, καθισμένος απάνω στην κουπαστή της πρύμης, έστριψε ένα τσιγάρο, κουμαντάροντας με το ζερβί γόνατο τη λαγουδέρα, πατώντας με το δεξί πόδι πεισματικά την άκρη της σκότας. Το αεράκι, φρεσκάροντας ολοένα, ανέμιζε τα μακρυά, άσπρα του μαλλιά σαν μιαν άσπρη σημαία ειρήνης ψηλά στην πρύμη. Η βάρκα πήγαινε γεμάτα κατά τον κάβο αντίπερα, λάσκα το μεγάλο κόκκινο πανί.

Έπαιζε στην κάμαρά της κι όλο το πρωί, που ο πατέρας έλειπε και τα μεγαλήτερα παιδιά είτανε στο σκολειό, ο μικρός Σβεν καθισμένος κάτω στο πάτωμα άκουγε τη μαμά να του διηγάται παραμύθια. Η μαμά ήξερε πολλά παραμύθια, όμως κανένα άλλο δεν άρεσε τόσο του Σβεν όσο η κοκκινόσκουφη, που την έφαγε ο λύκος εκεί που πήγαινε στη γιαγιά.

Την είδα να κλείνη πίσω της την πόρτα, κ' έμεινα όπως είμουνα καθισμένος κ' είχα το συναίστημα πως όλα όσα έζησα μαζί της είτανε πεθαμένα και χαμένα και πως τώρα θα μας άφινε. Ένοιωσα πως αν δεν το έκαμε, αυτό δεν έγινε χάρη μου, μα χάρη του μικρού με τα χρυσά μαλλιά και τα παράξενα παιδικά μάτια, του μικρού αγγέλου της, που ήρθε και την έδεσε με τη ζωή.

Ο Γκεσούλης στάθηκε στο πουρνάρι, καθισμένος στα δυο του πισινά ποδάρια κι' έβαλε μάτι για το δρόμο της ξενιτεμένης συνοδείας, ενώ κάποτε γύριζε και κοίταζε και τους άλλους, που γύριζαν στο χωριό.

Συναπαντιώνταν μες την αραγμένη τη βαρκούλα μας, έξω από της Μορτσίλιας τη σπηλιά· την αργοσάλεβαν ανάλαφρα μες του γιαλού τον μαγικό τον κόρφο κοιμισμένη. Μας εγλυκονανούριζαν κ' εμάς μες τον ουράνιον ύπνο μας, σταμπάρι κάτω πλαγιασμένους. ...Ο γέρος μου ο χρυσός, απ ώρα ξύπνιος φαίνεται, εδόλωνε τα παραγάδια τόρα και τις πετονιές, στην πρύμη καθισμένος. Θάχαν πάρει μεσάνυχτα.