United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί κατές ποιος ήπιασε στον κάβο; Το πρόσωπον του τυφλού έγινεν ιλαρώτερον, ενώ η κεφαλή του ένευεν ότι εμάντευσεν. Είχεν ήδη ακούση ένα κτύπον ποδός, όστις ετράνταξε το έδαφος, και μόνον τούτο ήτο αρκετόν διά να εννοήση ότι έσυρε τον χορόν ο Μανώλης. — Να σε χαρούμε, λιοντάρι του χωριού μας! εφώναξε και αυτός προς τον Μανώλην και το δοξάρι του έγινε ζωηρότερον.

Τους πήραν κάβο μερικοί κάτω απ’ το δρόμο και τους ρίχτηκαν κι αυτοί με λύσσα. . . Κοντοστάθηκε το ρέμα του κόσμου στο πεζοδρόμιο . . . Δυο φίλοι του Νίκου που περνούσανε μέσα σε μια παρέα τονέ γνώρισαν απάνω στο παράθυρο και σταθήκανε: Νίκο!

Ο περαματζής, καθισμένος απάνω στην κουπαστή της πρύμης, έστριψε ένα τσιγάρο, κουμαντάροντας με το ζερβί γόνατο τη λαγουδέρα, πατώντας με το δεξί πόδι πεισματικά την άκρη της σκότας. Το αεράκι, φρεσκάροντας ολοένα, ανέμιζε τα μακρυά, άσπρα του μαλλιά σαν μιαν άσπρη σημαία ειρήνης ψηλά στην πρύμη. Η βάρκα πήγαινε γεμάτα κατά τον κάβο αντίπερα, λάσκα το μεγάλο κόκκινο πανί.

Είπε, και του Οϊλιά ο γοργός αμέσως άκουσε Αίας, κι' έφτασε πρώτος, τη σφαγή διαβαίνοντας τρεχάτος. Κατόπι πήγε ο Δομενιάς, και πήγε ο σύντροφός του Μηριόνης, ισοδύναμος του θνητοφάγου τ' Άρη. 259 Κι' οι Τρώες όλοι ορμούν μαζί, κι' ο Έχτορας οδήγαε. 262 Πώς σπάει σε κάβο ορθόβραχο το κύμα, και βουήζει 264 γύρω κάθε άκρη ενώ ο αφρός πηδάει στις πέτρες όξω, 265 με τέτοια πλάκωναν βουή.

Κι' αν έλθη χωρίς να το πάρω κάβο και χωρίς να τον δης και συ, τότε σκότωσέ με. Για τ' άλλα, άφησέ με να κάνω εγώ όπως ξέρω και φυλάξου μοναχά μην πης τίποτε στον Τριστάνο γι' αυτήν την επιστολή προ της ώρας του ύπνου. — Ναι, απήντησε ο Μάρκος, έτσι ας γίνη». Τότε ο νάνος σοφίστηκε μια βρωμερή ατιμία. Πήγε σ' ένα φούρνο, αγόρασε ψιλή φαρίνα αλεύρι και τώκρυψε στην τσέπη της ρόμπας του.

Είπε, και ζητωκράβγασε τ' ασκέρι, όπως βουήζει το κύμα απάνου σ' αψηλή ακροβραχιά, σαν έρθει 395 και το θυμώσει ο σίφουνας, σε κάβο που προβάλλει και τον χτυπάν τα κύματα με κάθε αγέρα πάντα, απ' όθε αν τύχει και φυσάει, θέλεις βοριά θες νότο. Σηκώνουνται έπειτα, σκορπάν, και τρέχουν στις καλύβες φωτιά ν' ανάψουν και ψωμί να ψυχοφάν μια στάλα.

Δε θα είναι μακρινό το πρώτο ταξίδι μας. Απάνω στην «Ακρόπολη» του σκλαβωμένου χωριού μας θανέβουμε. Είναι φεγγάρι, και Μάης μήνας. Η φύση κοιμάται με μαγευτικό χαμόγελο στη χαριτωμένη της όψη. Μισής ώρας δρόμος από το καλύβι που κάθουμαι και σου γράφω. Να πάμε με το νου μας γιαλό γιαλό. Δυο κάβους περνούμε, και τον τρίτο τον κάβο τονε στεφανώνει η φτωχοπερήφανή μας Ακρόπολη.

Τι; θα τον αφήσουμε τον κυρ-Δημάκη; Ερώτησεν ο αλιεύς, λύων το σχοινίον. — Λύσε τον κάβο! Επανέλαβε, φοβερώς μειδιών ο καπετάν-Περμάκης και προσέθηκεν, υπολογίζων τον άνεμον: — Ίσα το πανί! Μόλα φλώκο! Κ' επειδή ο αλιεύς ήνοιγε πάλιν το στόμα του πλατύ-πλατύ, ως διά να λαλήση, ο καπετάν-Παρμάκης απεστόμωσεν αυτόν, προτείνας την γάστρωνα φλάσκαν. — Μη σε μέλει. Τα χαρτιά είναι εις όνομά μου.

Τις φουρτούνες του Καβομαλιά; Εγώ να σας πω· εγώ το ξέρω... Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι εγώ να σάς 'πω... — Όχι να μη μας 'πης! τον έκοψεν άξαφνα ο Κώστας ο θερμαστής. Διάολε! κοντεύεις να μας βγάλης την ψυχή με τον Καβομαλιά σου! Για κάβο τάχα θα τον περάσης κι' αυτόν που τον κατάντησαν πουτάνα οι ψαρόβαρκες!... Δεν θέλουμε να μας πης τίποτα!

Βλέπω, απήντησεν η παιδίσκη, ένα καράβι. Βλέπω σύννεφα πολλά, θολά, τρεχούμενα, ανακατωμένα, φουσκοθαλασσιά, τρικυμία, θεώρατα κύματα, που χτυπούν επάνω στους βράχους, στο κάβο, στην ακρογιαλιά. — Και πώς το βλέπεις το καράβι; ηρώτησε με κομμένην φωνήν η Αρχόντω.