United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τινές δε πλοίαρχοι και συνεπλήρουν την αποθήκην των τροφών, ευρίσκοντες αυτόθι ευθηνότερα και καλλίτερα τα πράγματα. Η Θρακική Χερσόνησος απέναντι μας με τα θαμνώδη βουνάκια της εσκοτίνιαζεν ήδη. Ο κάβο-Φονιάς, επικίνδυνος, εις αβαθή ύδατα, άκρα, μας έκρυπτε το Τσανάκ-καλέ, όπου έπρεπε να παρουσιάση ο πλοίαρχός μας τα χαρτιά του κατά την τάξιν. Χαριεστάτη διήλθεν είτα η πρώτη της νυκτός φυλακή.

Το βράδυ ακόμη κατεγίνετο με τα χαρτιά του, εξέσχισε πολλά και τα κατέρριψε στη θερμάστρα, εσφράγισε μερικά δέματα που έστελνε στο Γουλιέλμο.

Ετύλιξεν εις χαρτία δύο ή τρία ξηροχτάποδα, και μικρόν κυτίον το εγέμισεν ισχάδας και μεγαλόρραγας σταφίδας.

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Να, ένας ωραίος επικήδειος. ΜΠΕΛΙΝΑ Πρέπει, Τουανέττα, να με βοηθήσης στα σχέδια μου· θα σ' ανταμείψω· αυτό να το ξαίρης. Αφού, για την καλή μας τύχη, κανείς ακόμα δεν τώμαθε, ας τον πάμε στο κρεββάτι του κι' ας κρατήσωμε μυστικό το θάνατό του ως που να τελειώσω εγώ τη δουλειά μου. Υπάρχουν χαρτιά, υπάρχουν χρήματα, που θα τα σηκώσω, εννοείς, όλα.

Άιντε, μωρέ πλιάκ' ιντερμπούαρ! — Όλ' αυτά ακουστά τάχω, μωρέ παιδιά μου, πως τα λεν τα χαρτιά και τα στόματα των παλιών. Ακουρμαστήτε και τούτο που ο ίδιος με τα μάτια μου το διάβασα.

Ο Αγαθούλης, που ήτανε φυσικά περίεργος, δέχτηκε να τον οδηγήσουνε στην κυρία αυτή, στο βάθος του προαστείου του Αγίου Ονωρίου. Παίζανε εκεί φαραώ. Δώδεκα θλιβεροί πονταδόροι κρατούσανε στα χέρια μια τράπουλα με τσακισμένα χαρτιά, όπου κάθε τσάκιση σήμαινε και μια χασούρα.

Και πρώτον, μ' εννόησες, ο Μικάκος εκατάβηκε εις της 270 χιλιάδες, τον όρον του αγοραστού και μεθαύριο θα πάω τα χαρτιά. Έπειτα το σπίτι εκείνο της οδού Αιόλου, μ' εννόησες, παίρνει κ' αυτό τέλος σημεραύριο. Έχω ένα μικρό δάνειο που υπογράφεται τη Δευτέρα, ένα συνοικέσιο σχεδόν τελειωμένο και άλλο στην αρχή με πολλές ελπίδες και . . . άκουσε τώρα, μ' εννόησες, τα σχέδια μου.

Ύψωσε καταπόρφυρος εξ οργής την βαρείαν του χείρα, σφιγμένην εις γρόνθον, κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου και την κατέφερεν επ' αυτής απανθρώπως, γρυλλίζων·Χαρτιά, αι; χαρτοφόρος! . . . από τώρα! Δεν σε φθάνει η άλλη σου προκοπή! Και ανυψώθη η χειρ του, διά να καταπέση και πάλιν επί το θύμα.

Ο Μιλέζος με το κεφάλι γερμένο δεξιά ανακάτεψε σκεφτικός τα χαρτιά κοιτάζοντας πότε τον ένα πότε τον άλλο από τους συντρόφους του. «Στα πόσα η μίζα;» «Πενήντα λιρέτες», απάντησε ο Τζατσίντο. Έβγαλε το χαρτονόμισμα της τοκογλύφου. Έχασε. Πάνω στο μαύρο λυχνάρι η μικρή γαλαζωπή φλόγα, ακίνητη έμοιαζε με το φεγγάρι πάνω από τα ερείπια του πύργου. Κεφάλαιο ένατο

Έδεσε πάλιν τα πολύτιμα χαρτία του, και μετά τρεις μήνας επανέλαβε την απόπειραν. Κατώρθωσε κάτι περισσότερον αυτήν την φοράν, εσυλλάβισεν επιπόνως ολίγας λέξεις, αλλά να τ' αναγνώση, . . . αδύνατον. Η τρίτη απόπειρα έγεινε μετά έν έτος. Α! τώρα ετελείωσαν τα ψεύματα. Ο Γεώργης ανέγνωσε τα πολύτιμα έγγραφα, και τ' ανέγνωσεν όλα.