United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Μιλάχρω όμως δεν έλεγε διόλου καλά, διότι από την βίαν της ελησμόνησε μέσα έν ολόκληρον ταψίον, Και η κλάρες άναψαν πλέον. Εφλόμωσεν ο φούρνος κατ' αρχάς από μαύρον καπνόν. Μετ' ολίγον ο καπνός έγεινε φαιός. Οι χλωροί πρίνοι ήρχισαν να πρατσαλίζουν μετά κρότου ως γλώσσαι εριζουσών γυναικών και η φλοξ ανέλαμψε δεξιά και αριστερά υπό τον θολίσκον τον πλίνθινον του φούρνου. — Τά, τι κάνεις, θαπώ;

Αφού είδε κι άκουσε αυτά, σηκώνεται χάραμα· κι άμα επρόσταξε να ετοιμαστή πλούσιο τραπέζι από ό,τι βγάνει η γις, η θάλασσα κ' οι λίμνες και τα ποτάμια, εκαλούσε όλους τους Μιτυληνιούς αρχόντους. Κι όταν πια ήτανε νύχτα κ' είχε γεμιστή το κροντήρι, που κάνουνε με δαύτο σπονδές στον Ερμή, ένας δούλος φέρνει μέσα σε δίσκο ασημένιο τα σημάδια· κι αρχίζοντας από δεξιά τάδειχνε σ' όλους.

Κ' έτεινε την χείρα προς τον Μπάρμπα Σταύρον λέγων: — Χριστός ανέστη, Κολλήγα! Να το φέρω το γουρνόπουλο; Ο ταλαίπωρος εν τη μέθη του συνέχεε τα Χριστούγεννα με την Ανάστασιν. Την στιγμήν εκείνην εκρότησε και το κατσαμπίδι της θύρας· και εισήλθεν η Κρατήρα, στολισμένη εορταστικώς και κρατούσα το αντίδωρον ευλαβώς εν τη κλειστή δεξιά της. Επανήρχετο από την εκκλησίαν.

Διερχομένη δε μεταξύ των χωρικών οίτινες εψιθύριζον μειδιώντες ότι η κακομοίρα η Αλογόμυγια εσωκουζουλάθηκε, επληροφόρει δεξιά και αριστερά ότι «στη χώρα δε λένε Μαρούλι, μόνο Μαργή».

Είτα φορών το περιζώννυον, έλεγεν: »Ευλογητός ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν, και έθετο άμωμον την οδόν μου.» Ή περνών το έν επιμάνικον, απήγγελεν: Η δεξιά σου χειρ Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι... » Και διακόπτων τούτο, έψαλλε την καταβασίαν: &Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου......&

Έδωκε τα χριστόψωμα στ' αγγονάκια επήρε κοντά της, το ένα δεξιά και το άλλο ζερβά κ' έβαλε τα χέρια στους ώμους τους. Η κόρη εφίλησε το χέρι της. Την είχαν τριγυρισμένοι όλοι της οι θησαυροί, ό,τι είχε πολύτιμο, πιο ακριβό στον κόσμο αυτό . . . Ανάσανε λίγο . . . — Ήρθα εμουρμούρισε, στη γιορτή να σας διώ· σας αποθύμησα . . . και σαν να μη μπορώ πλιο μονάχη . . . ήρθα να πανηγυρίσω μαζή σας.

Και πάλιν ηρώτησα τους ναύτας, διότι εξηκολουθούμεν να αναπλέωμεν τον ποταμόν• Αλλ' οι κύκνοι κελαδούν καμμιά φορά επί των όχθων του ποταμού δεξιά και αριστερά; Διότι λέγεται ότι άλλοτε ήσαν άνθρωποι τραγουδισταί και σύντροφοι του Απόλλωνος, έπειτα δε μετεμορφώθησαν εις πτηνά και εξακολουθούν ακόμη να ψάλλουν, μη λησμονήσαντες την μουσικήν.

Τότε, είπεν ο Δούκας Γκιλαίν, ο Θεός ο υιός της Παρθένου να σας συντροφεύη και να σας φυλάη από το θάνατο!» Ο Τριστάνος πρόσβαλε τον Ούργκαν τον Τριχωτό μέσ' τη σπηλιά του. Πολλήν ώρα πολέμησαν μανιασμένοι. Στο τέλος η αντρεία ενίκησε τη δύναμι, το ευκίνητο σπαθί το βαρύ ρόπαλο, κι' ο Τριστάνος έκοψε τη δεξιά γροθιά του γίγαντα και την επήγε στο Δούκα.

Και τώρα ως σήμερα ο θεός δεξιά τα φέρνει° γιατί όλον τούτο τον καιρό, που έχουν ζωσμένα τα κάστρα μας, η τύχη του πολέμου κλίνει το πιότερο σε μας με του θεού τη χάρη.

Τράβηξε τον ανήφορο, γύρισε το σοκάκι, άφησε δεξιά του την εκκλησιά, πήρε το δρόμο ίσια, με τρεκλίσματα και βόλτες. Έφτασε κοντά στην παληά δημαρχία. Δίπλα σε μια μάντρα ήτανε ένα γκρεμισμένο ρημάδι. Χρόνια και χρόνια αποθήκη με σανά. Χτύπησε την πόρτα με τα χέρια του. — Μοσχαδώ· άνοιξε, Μοσχαδώ. Ούτε φωνή, ούτε ακρόασι. Η βραχνιασμένη φωνή αντήχησε άγρια μέσα στο σκοτάδι. Το σοκάκι ήτανε έρημο.