United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε η θειά το Μαθηνώ ήρχισε σιγά-σιγά να ψάλη: «&Καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως&, κτλ. Είνε αληθές ότι η ακριβής προφορά εις το στόμα της ήτο Καθαρθώμεν τας ησθήσεις κη ουψόμεθα... — Αυτό το είπαμε, βλοημένη, έκραξεν ο ιερεύς από του ιερού βήματος. &Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν&, είνε τώρα. — Α! Ναι, έκαμεν η θειά το Μαθηνώ και ήρχισε.

Δάμαρ. — Είπες να πίωμεν την Λήθην ομού;...Άκουσον· την ημέραν καθ' ην σ' εφίλευσα εις τον Παράδεισον τον εύχυμον εκείνον καρπόν, ελησμόνησα να σε κεράσω έν ποτήριον διά να τον χωνεύσης... Έκτοτε σοι το οφείλω. Ιδού, λάβε και πίε!

Όταν πίωμεν ομού το ποτήριον τούτο, θα μάθωμεν να συγχέωμεν το πονηρόν και το αγαθόν και τον ήττονα λόγον κρείττονα να ποιώμεν, και θα φύγη αφ' ημών πάσα συνείδησις γυμνότητος, και θα έχωμεν την γύμνωσιν ως καλλίστην περιβολήν, και θα είμεθα ανώτεροι της αιδούς, της βαναύσως κοκκινοπροσωπούσης και παιδαριώδους... Δάμαρ. — Τούτο το ποτόν φέρει ύπνον.

Είτα φορών το περιζώννυον, έλεγεν: »Ευλογητός ο Θεός ο περιζωννύων με δύναμιν, και έθετο άμωμον την οδόν μου.» Ή περνών το έν επιμάνικον, απήγγελεν: Η δεξιά σου χειρ Κύριε, δεδόξασται εν ισχύι... » Και διακόπτων τούτο, έψαλλε την καταβασίαν: &Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν, ουκ εκ πέτρας αγόνου......&

Πόσις. — Οπόσον σε στέργω, ω Δάμαρ, οπόσον έραμαι σού! Η ψυχή μου ίσταται εις το στόμα ετοίμη να κολλήση εις τα χείλη σου τα κοράλλινα. Ας γείνη έν η πνοή σου με την πνοήν μου. Σου είπα κακόν τι, ω γύναι, σ' ελύπησα; Ω, σύγγνωθι. Ας πίωμεν την Λήθην ομού... Διατί χαμηλώνεις τα όμματά σου, ώ Δάμαρ;... Ω, τόσον μου θίγεις τα σπλάγχνα, μου νύσσεις την καρδίαν... Ομίλει...

Τότε ο Παυσανίας έλαβε τον λόγον και είπε τα εξής·Καλόν είνε να σκεφθώμεν πρώτα κατά ποίον τρόπον ολιγώτερον βλαπτικόν θα πίωμεν. Εγώ τουλάχιστον ομολογώ ότι δεν είμαι διόλου καλά έπειτα από τον χθεσινόν πότον και έχω ανάγκην κάποιας αναψυχής, νομίζω δε ότι την αυτήν ανάγκην αισθάνεσθε και οι περισσότεροι από σας, διότι και χθες μαζή ήμεθα.

Αλλόκοτον όσον και κοινόν είναι το αίσθημα το άγον ημάς να μεριμνώμεν περί γεγονότων, τα οποία ενδέχεται να επέλθωσιν, ότε δεν θα υπάρχωμεν πλέον, και ν' αποδίδωμεν μεγάλην σημασίαν εις την περί ημών γνώμην ανθρώπων, οίτινες δεν εγεννήθησαν ακόμη. Μεθύομεν προκαταβολικώς δι' οίνου, τον οποίον ουδέποτε θα πίωμεν.

Αφού δε κατεκλίθη: — Καλά όλ' αυτά, είπεν, αλλά μου φαίνεσθε νήφοντες, ω άνδρες· αυτό δε δεν είνε πράγμα που ημπορεί να επιτραπή, και επομένως πρέπει να πίωμεν διότι με αυτήν την συμφωνίαν εμβήκα. Εκλέγω λοιπόν εμαυτόν άρχοντα της πόσεως, έως ότου να πίετε και σεις αρκετά. Ας φέρουν λοιπόν, Αγάθων, αν υπάρχη, κανένα μέγα κύπελλον.