United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η νεαρά γυνή εστάθη επ' ολίγον σύννους, μετά τινα δε λεπτά μετέβη εις τον κοιτώνα της και κατεκλίθη. Η κεφαλή της έκαιε . . . Μετά έν τέταρτον ώρας ηκούσθησαν τα βήματα του συζύγου, όστις εισήλθεν εις τον κοιτώνα. — Τι έχεις, Αρσινόη; ηρώτησεν ανήσυχος. Αιφνίδιος κεφαλόπονος, Άγγελε. Δεν είνε τίποτε. Ο σύζυγος έψαυσε το μέτωπόν της. — Το κεφάλι σου καίει, είπε. Αναπαύσου, θα σου κάμω συντροφιάν.

Ούτω κατεκλίθη πλησίον της και την μοιραίαν εκείνην νύκτα, ης ολέθριον παρεσκεύαζε το τέλος η περιέργεια της ερωμένης του, μετά μικρόν δε ύπνος γλυκύς έκλεισε τα βλέφαρα του θεού, και η ξανθή του κεφαλή εναρκώθη ηρέμα επί του λευκού τραχήλου της φίλης του.

Κατεκλίθη, και ο ιατρός, αφού τον είδε, είπε κρυφά εις την Μπέλλαν την αλήθειαν . ο Αντωνέλλος ήτο εις τα τελευταία του . . . Η Μπέλλα έκλαυσε, αλλ' έκρυψε τα δάκρυά της και εκάθησε κοντά στο προσκέφαλό του. Ο Αντωνέλλος έσβυνε χωρίς αγωνίαν· μία γαλήνη ήτο χυμένη εις το πρόσωπόν του, γαλήνη ύπνου, όστις έμελλε να είνε αίώνιος.

Εις το σπίτι με τους τρεις τοίχους επήγε πράγματι να κοιμηθή την νύκτα ο Πάπος. Το κενόν το οποίον άφηνεν ο τέταρτος τοίχος εφράττετο εν μέρει με έν παλαιόν καραβόπανον, το οποίον της είχε χαρίσει άλλος πάλιν γείτων. — Κ' εβάσταξε η ψυχή σου, μωρέ, να μην πας με τον πατέρα σου, που σε ήθελε; είπεν η Σειραϊνώ, άμα ούτος κατεκλίθη τυλιχθείς εις πάλαιαν τριμμένην βελέντζαν.

Η γυμνότης αύτη τη εφαίνετο λογικωτάτη και φυσικωτάτη. Ίσως δε η σκέψις της διετυπούτο ούτως επί το αφελέστερον: «Διατί να εντρέπωμαι, αφού είναι από μάρμαρονΤέλος δε ησθάνθη του λοιπού τοσαύτην εμπιστοσύνην και ασφάλειαν εν μέσω των αφώνων τούτων συντρόφων, ώστε εστήριξε την κεφαλήν επί του βάθρου του αγάλματος της Αρτέμιδος, και κατεκλίθη όπως κοιμηθή.

Δεν κατεκλίθη, καίτοι ήτο αργά και πολλήν ησθάνετο κόπωσιν. Ήνοιξε το παράθυρον κ' εθεώρησεν έξω. Εδίψα Αθήνας. Μάτην όμως εκάλει το βλέμμα του η υπέρ τον Παρθενώνα φεγγοβολούσα πανσέληνος, και μάτην τω προσεμειδία ο έναστρος ουρανός. Αυτά ήσαν παλαιά και γνώριμα. Αυτός ήθελε νέα και άγνωστα.

Ο Σκούντας απήντησε μηχανικώς ότι θα έλθη. — Πότε; ηρώτησεν η Αϊμά. — Πολύ γρήγορα, απήντησεν ο Σκούντας, ίσως.... Ήθελε να είπη «ίσως απόψε», αλλά διεκόπη επί τη παρουσία της Βεάτης. Ότε οι δύο απεσύρθησαν, η Αϊμά κατεκλίθη μεστή της ιδέας ταύτης, ότι ο αδελφός της έμελλεν όσον ούπω να έλθη, και περιέμενεν αυτόν εις τα όνειρά της.

Ο ύπνος θα τον καθησυχάση, αύριον δε εξυπνών ενωρίτερον θα προετοιμάση με νουν καθαρόν το μάθημά του. Κατεκλίθη λοιπόν και έσβυσε το φως. Αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο. Περιεστρέφετο άυπνος επί της κλίνης ο Κ. Πλατέας, εν μέσω δε του σκότους και της σιωπής η έντασις του νευρικού του συστήματος μετέτρεπεν επί μάλλον και μάλλον τας σκέψεις του εις τύψεις συνειδήσεως.

Το συμπεραίνω δε αυτό και εκ τούτου, ότι κατεκλίθη μεταξύ εμού και σου, διά να μας χωρίση. Δεν θα του περάση όμως, διότι εγώ θα σηκωθώ να κατακλιθώ κοντά σου. — Εμπρός λοιπόν, επανέλαβεν ο Σωκράτης, έλα κ' εξαπλώσου εδώ, έπειτα από εμέ. — Ω Ζευ! ανέκραξεν ο Αλκιβιάδης, τι υποφέρω διαρκώς από τον άνθρωπον αυτόν! Το νομίζει χρέος μου να είμαι παντού κατώτερός του.

Η Αμέρσα, κατεκλίθη εκ νέου πλησίον της αδελφής της και δεν εκοιμήθη. Αι αναμνήσεις εξηκολούθουν να της έρχωνται ραγδαίαι, καίτοι ολιγώτερον τυραννικαί και μελανόπτεροι ή όσον εις την μητέρα της. Και κατά τας μακράς εκείνος ώρας δεν έπαυσε ν' αναλογίζεται καθ' εαυτήν την τύχην του αδελφού της, του Μούρου, όστις ευρίσκετο τώρα εις το δεσμωτήριον της Χαλκίδος.