Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Εκεί είχον στήσει ιστούς, επί των οποίων εστηρίζετο μία σκηνή Ρωμαϊκού αμφιθεάτρου. Ένα πρωί, πριν να εξημέρωση, ο Τετράρχης Ηρώδης Αντίπας ήλθε και εστήριξε τον αγκώνα του εκεί, και παρετήρει. Τα βουνά γύρω ήρχιζαν να υποφώσκουν ώστε να διακρίνωνται αι κορυφαί των, ενώ ο όγκοι των μέχρι του βάθους των αβύσσων ήσαν ακόμη εις το σκότος.
Εκείνη έτυχε να λείπη· ο ναύτης εξεκρέμασε από τον τοίχο ένα τουφέκι του κυνηγιού γιομάτο — παλαιό τουφέκι του σπιτιού των — εξυπολήθηκε γρήγορα, εστάθη στο κατώφλι της πόρτας, εστήριξε το όπλο κατά γης, επέρασε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού ποδαριού στο σκανδάλι, έβαλε το στόμα της κάννας στο στόμα του — δυο στόματα, το ένα κρύο, παγωμένο, το άλλο φωτιά — . κ' επυροβόλησε . . .
Εστήριξε το χαριτωμένον πρόσωπόν της επί του ώμου του νεανίου. — Μάρκε, αγαπητέ μου! Δεν ηδυνήθη να είπη περισσότερα. Η χαρά, η ευγνωμοσύνη και η βεβαιότης ότι τώρα εκείνη είχε το δικαίωμα να αγαπά, είχον πληρώσει δακρύων τους οφθαλμούς της. Ο Βινίκιος την έθλιψεν επάνω του. Εκείνη είπε χαμηλοφώνως: — Σε αγαπώ, Μάρκε. Έμειναν πάλιν σιωπηλοί.
Διά μίαν στιγμήν εγονάτισε καθ' όλας τας απαιτήσεις της τακτικής, ύψωσε καταλλήλως το κλισιοσκόπιον, εστήριξε τον αγκώνα επί του ομοταγούς γόνατος και σκοπεύσας επυροβόλησεν άνευ χρονοτριβής. — Α! ηκούσθη εκ του στόματος όλων των χωρικών.
Αλλ' ο Βιτέλλιος έρριψεν έν βλέμμα εις τον Αντίπαν, ο οποίος επανέλαβε παρευθύς το πρόσταγμά του. Τότε ο Ιωακείμ εστήριξε τας δυο του χείρας επί της θύρας η οποία υπεχώρησεν εντός των τοίχων. Πνοή ανέμου θερμού εφύσησεν από τα σκότη. Στενός διάδρομος σχηματίζων καμπύλην έφερε προς τα κάτω. Επροχώρησαν και έφθασαν εις το κατώφλιον ενός σπηλαίου πολύ ευρυχωροτέρου από τα άλλα υπόγεια.
— Και δε θα μου ξανακάμης πεισματικά, ναι; — Ναι, απήντησεν ο Μανώλης και η λέξις εξήλθεν από το στήθος του ως εκπνοή κοχλάζοντος λέβητος. Κάτι δε τωόντι έβραζε και εκόχλαζεν εντός του και τον ετίναξεν από την καθέκλαν. Ηγέρθη και πλησιάσας εστήριξε τον βραχίονά του εις την κορωνίδα του αργαλειού.
Αλλ' αίφνης, σιγά σιγά, μία ιδέα, μία επιθυμία εκόλλησεν αναπόσπαστος εις τον νουν της. Ωσεί δ' υπείκουσα εις δύναμιν άλλην, ανωτέραν εαυτής, την οποίαν δεν ηδύνατο να περιστείλη μετά αγώνα όσον οίον τε μεγάλον, εστήριξε χαμαί την αριστεράν χείρα και αναταθείσα επ' αυτής, παρετήρησεν έξω. Ήθελε να ίδη τον απέναντι αγρόν χωρίς αυτή να φωραθή υπό τινος.
Κόσμος ιδεών νέων κατέκλυσε τον μικρόν αυτού εγκέφαλον, και πόθοι παράδοξοι ανέβησαν εις την καρδίαν του. Εστήριξε την κεφαλήν αυτού επί των δύο του χειρών, και η από της αγρυπνίας κόπωσις εκάλει ήδη βαρύν τον ύπνον επί των βλεφάρων του, ότε αντήχησεν οξεία μέχρι του υπερώου η φωνή του κυρίου του, ζητούντος τον καφέν του.
Η Φραγκογιαννού είχε καθίσει να λάβη αναψυχήν πλησίον της δροσεράς πηγής, εστήριξε την κεφαλήν εις την χείρα της, εφαίνετο βυθισμένη εις λογισμούς, και συγχρόνως «αυτιάζετο», κ' έτεινε το ους, φανταζομένη κατά πάσαν στιγμήν ότι ήκουε βήματα των χωροφυλάκων. Ο πάτερ Ιωάσαφ ήλθε να γεμίση ένα σταμνίον ύδατος, και ιδών την Φραγκογιαννού την εκαλημέρισε.
Άλλος κανείς δεν διήλθε, πλην ο γέρων κτηματίας εν τω φόβω του παρίστα τον κράξαντα ως όλον τον κόσμον, φαντασθείς ότι όλοι οι χωρικοί θα εξέλθουν με υποδήματα και με κοντάρια διά να ξεχιονίσωσι τας αθλίας ελαίας. Ο Μπάρμπα Σταύρος ακολούθως εφόρεσεν ένα κόκκινο μισοτριμμένο φέσι χωρίς φούντα, το εστήριξε διά συνήθους μανδηλίου σφιγκτά πέριξ, και εζήτησε το βαρύ κοντάριον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν