United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ομιλία εν φαιδρά συντροφία εις τα βουνά ούτως ερρύθμως απαγγέλλεται, ώστε εκ της ηχούς της αντηχούσης εντός των βαθέων γευμάτων, ουδόλως διαφέρει του άσματος. Αλλ' όταν ανέβησαν εις το βουνόν κ' έμελλον να κλίνωσι προς το μέγα της Κεχρεάς ρεύμα, έπαυσαν πλέον να συναντώσι νέας συντροφίας. Προς τούτο το μέρος υπήρχον περισσότερα δάση και ολίγα κτήματα.

Οι εισπράκτορες των ταμιακών εταιριών διέφθειρον τους κυβερνήτας διά να λυμαίνονται τας επαρχίας. Ο Βιτέλλιος έχωνε την ρίνα του παντού και τα ωσφραίνετο όλα. Τέλος ανέβησαν πάλιν εις την αυλήν. Εις το μέσον του δαπέδου, σκεπάσματα ορειχάλκινα, εκάλυπτον εδώ και εκεί δεξαμενάς. Ο Βιτέλλιος παρετήρησε μίαν μεγαλειτέραν των άλλων και η οποία δεν αντήχει υπό τας πτέρνας του.

Και οι μεν ανέβησαν εις τα εκεί ναυλοχούντα πλοία, οι δε έσυραν εις την θάλασσαν άλλα, άλλοι δέ τινες έδραμαν προς υπεράσπισιν των τειχών ή προς το στόμιον του λιμένος. Τα δε πλοία των Πελοποννησίων, παραπλεύσαντα και κάμψαντα το Σούνιον προσωρμίσθησαν μεταξύ Θορικού και Πρασιών, ύστερον δε επήγαν εις Ωρωπόν.

Έμπροσθεν της θύρας εύρομεν τέσσαρα ζώα έτοιμα και την Ανδριάναν επισπεύδουσαν την αναχώρησιν. Οι γονείς και αι αδελφαί μου ανέβησαν επί των όνων και εξεκινήσαμεν. Η Ανδριάνα κ' εγώ ηκολουθήσαμεν πεζοί. Κατ' εκείνην την στιγμήν ηκούσθη αίφνης μακρόθεν πυροβόλου κρότος. Πλησιέστεροι κανονοβολισμοί διά μιας τον διεδέχθησαν. Εστράφημεν εν σιωπή ο είς προς τον άλλον.

Θα σε συνοδεύσω εις την οικίαν σου, είπεν ο Πετρώνιος. Ανέβησαν εις το φορείον και εσιώπων καθ' οδόν μέχρις ότου έφθασαν εις τον οίκον του Βινικίου. — Εξεύρεις ποία ήτο; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. — Η Ρουβρία; — Όχι. — Τότε ποία; Ο Πετρώνιος χαμηλοφώνως είπε: — Το πυρ της Εστίας εβεβηλώθη· η Ρουβρία ήτο μετά του Καίσαρος. — Αλλ' εκείνη που μου εφορτώθη ποία ήτο; — Ήτο η θεία Αυγούστα.

Η πομπή των καλεσμένων, μετά βιολίων και λαγούτων, άγουσα τον κουμπάρον και τον γαμβρόν, κατήλθε μέχρι της οικίας της νύμφης. Ανέβησαν εις την οικίαν ο γαμβρός, ο σύντεκνος, και οι οικείοι· οι πλείστοι επερίμεναν εις τα πρόθυρα της οικίας.

Έφθασαν δε μετ' ολίγον εις την κατοικίαν του αρχηγού, και οι στρατιώται μετά της Αϊμάς ανέβησαν εκείσε, ο δε Μάχτος έμεινε διστάζων κάτωθεν του οίκου. Ο δε Σκούντας εκρύπτετο, και είχε σταθή κατασκοπεύων όπισθεν του τοίχου. Προ μιας μόλις ώρας εις την οικίαν ταύτην είχε συμβή το εξής. Άνθρωπός τις επαρουσιάσθη και έκρουσε την θύραν.

Εμπρήσαντες δε τα πλοία, διά να μη τους μένη άλλη ελπίς παρά να κυριεύσουν την χώραν, ανέβησαν εις το όρος Ιστώνην και οικοδομήσαντες φρούριον έβλαπταν διαρπάζοντες τα πέριξ της πόλεως και ήσαν κύριοι των αγρών.

Κόσμος ιδεών νέων κατέκλυσε τον μικρόν αυτού εγκέφαλον, και πόθοι παράδοξοι ανέβησαν εις την καρδίαν του. Εστήριξε την κεφαλήν αυτού επί των δύο του χειρών, και η από της αγρυπνίας κόπωσις εκάλει ήδη βαρύν τον ύπνον επί των βλεφάρων του, ότε αντήχησεν οξεία μέχρι του υπερώου η φωνή του κυρίου του, ζητούντος τον καφέν του.

Τέλος, όταν εμάλλωσαν με την Ζουγράφω, ανέβησαν εις το δώμα, κατά την συνήθειάν των, κ' ετραβούσαν τα μαλλιά τους, και μαζί με τας τρίχας ήρχιζαν να εκκοκκίζουν και το κομβοσχοίνιον των βλασφημιών των. — Παναϊά μ', βγάλ' τσ' τα μάτια, είπεν εν επιλόγω το Μελαγχρώ· βγάλ' τσ', Παναϊά μ', τα μάτια. — Το ένα το ματάκι τσ' να βγη, Παναϊά μ'! διώρθωσεν εν κατακλείδι η γραία. Το ματάκι τσ' το ζερβί.