United States or Somalia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Πολιάνος πήγε να βρη τη χαμένη μούλα του, που καβαλίκευε ο ξάδερφός μου, ο Γκιτρίμης πήρε τον ανήφορο να ξεθάψη από την αρίνα την καβάλα μου, ο Μπαρμπούτας ετσόλιαζε τα φορτωμένα τα πράμματα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σκαρφάλωσε από χαρακιά σε χαρακιά του τοίχου με τα ποδάρια του 'ςτο παραθύρι του χανιού, τάνοιξε μ' ένα γερό γρόθο, πήδησε μέσα και μας άνοιξε από μέσα την πόρτα.

Αλλά το παιδίον είχε γείνει άφαντον, όπισθεν της γωνίας του τοίχου, και μόνον τα βήματά του ηκούοντο δρομαία επί του λιθοστρώτου. — Ο μούτσος του διαβόλ' ο γυιος θα τώστρωσε πουθενά στο μεθύσι, άρχισε να μονολογή ο καπετάν Κυριάκος, κι' άφησε την βάρκα στην τύχη της.

Δος μου την επιστολήν! Αυθέντα. Δος μου την επιστολήν! Έλαβε την πινακίδα, την οποίαν τω έτεινεν ο Βινίκιος απηύθυνε χαιρετισμόν προς τους χριστιανούς και άλλον προς τον ασθενή, και κυρτωμένος ωλίσθησε κατά μήκος του τοίχου μέχρι της θύρας· μεθ' ο ώρμησε έξω. Εξερχόμενος εφοβείτο μήπως τον ακολουθήση ο Ούρσος και τον φονεύση και ηθέλησε να τρέξη, αλλ' οι πόδες του είχον παραλύση.

Τότε σπεύσασα ήνοιξε το προς την θάλασσαν παράθυρον και έκυψε πολύ προς τα έξω, ακκουμβώσα επί του τοίχου και διά των χειρών απομακρύνουσα τας ξανθάς πλεξίδας της πλουσίας κόμης της, ήτις λυτή και ατημέλητος απέφραττε τους οφθαλμούς της υπό την μαύρην μανδήλαν της.

Η εξώπορτα ήταν κλειστή, το χορτάρι φύτρωνε κατά μήκος του τοίχου και στα σκαλοπάτια, όπως σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι∙ κι ο Έφις φοβήθηκε να χτυπήσει. Είδε το πορτάκι της Γκριζέντα που έλαμπε σαν χρυσό ορθογώνιο επάνω στο μαύρο τοίχο, και θυμήθηκε τι του ζήτησε ο Τσουανατόνι. Η Γκριζέντα στεκόταν μπροστά στη φωτιά για να στεγνώσει τα βρεγμένα της εσώρουχα.

Ποσάκις άρα γε οι τας γραμμάς αυτάς αναγινώσκοντες δεν ηγανάκτησαν, ακούσαντες αίφνης, εν παραδείγματι, τον ράπτην των λέγοντα μετά ιλαρού μειδιάματος· δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι! διότι παρετήρησαν εις αυτόν, ότι αι χειρίδες του καινουργούς των επενδύτου ήσαν βραχύτεραι του πρέποντος, ή ότι τα κομβία του ήσαν παράχροα; Ποσάκις δεν ωργίσθησαν, ακούσαντες το αυτό παρά του χρωματιστού της οικίας των, κηλιδώσαντος διά του χονδρού του χρωστήρος τας ζωγραφίας του τοίχου, ή παρά του κηπουρού των, καταστρέψαντος εν βία διά της σκαπάνης του τρυφερόν δενδρύλλιον, ή παρά του υπηρέτου των αλλ' αντ' άλλων εκτελέσαντος;

Ενώ ήμην εις τον βρασμόν της πωλήσεως, ήκουσα αίφνης κρότον αντικρύ μου και, υψώσας τους οφθαλμούς, είδα εις την απέναντι μου οικίαν νέαν ξανθήν ανοίγουσαν το παράθυρον και στηλόνουσαν τα φύλλα του, τα οποία ο άνεμος εκτύπα επί του τοίχου. Αφού τα εστήλωσεν, εσταύρωσε τους βραχίονας επί του παραθύρου και στηρίξασα επί των βραχιόνων το στήθος έστρεψε προς εμέ το πρόσωπον.

Αλλά επί πολλά λεπτά η καρδιά εξηκολούθει να κτυπά με πνιγμένον ήχον. Αλλ' όμως κανείς τόσον αδύνατον ήχον δεν μπορούσε πλέον ν' ακούση διά μέσου του τοίχου. Τέλος εσταμάτησεν. Ο γέρων είχεν αποθάνει. Ξανάβαλα το κρεββάτι εις την θέσιν του και παρετήρησα τον νεκρόν. Ναι, ήτο άκαμπτος ως νεκρός. Εστήριξα το χέρι εις το μέρος της καρδιάς και το εκράτησα έτσι επί τινα λεπτά. Δεν εκτυπούσε πλέον.

Και η ντόνα Έστερ πώς είναι; Μου επιτρέπετε να την επισκεφτώΚαι να, στο γλαυκό μισοσκόταδο τα πράγματα βρίσκονταν ακίνητα στον τόπο τους: το μπαλκόνι επάνω, μαύρο στο γκρι φόντο του τοίχου, το πηγάδι με τα κόκκινα λουλούδια, η τριχιά στη σκάλα.

Αλλά δεν ευρίσκετο εκεί· αντικατέστησαν τα φορέματά μου με ένα μανδύαν από πρόστυχην λινάτσαν. Η σκέψις μου ήτο να βυθίσω την κάμαν είς τινα στενήν ρωγμήν του τοίχου και να σημειώσω ούτω το σημείον της αναχωρήσεώς μου. Η δυσκολία ήτο πολύ κοινή. Αλλ' η ταραγμένη φαντασία μου την εθεώρει ανυπέρβλητον.