United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μανώλης απεμακρύθη, τινάσσων τα βρεγμένα ενδύματά του· αφού δε ευρέθη έξω βολής, απηύθυνε προς την Ζερβουδοπούλαν δίστιχον το οποίον προσήρμοζε το κατάβρεγμα εις τον έρωτά του: Σα μου την ήψες τη φωτιά, ήπιασες το λαΐνι Και κάνεις πως την περιχάς, μα κείνη μπλειο δε σβύνει. Εις άλλο επεισόδιον όμως οι λόγοι του Μανώλη κατώρθωσαν να την κάμουν να γελάση.

Δεν είχεν αρκετά ενδύματα όπως ενδύση τους ανθρώπους, αλλ' έδωκεν εις τον ένα φανέλλαν, εις τον άλλον υποκάμισον, και εις τον τρίτον μίαν κάπαν. Εις το προαύλιον της καλύβης του, επί του σαρωμένου και στιλπνού εδάφους, ήναψε φωτιάν, και οι τρεις άνθρωποι καθίσαντες τριγύρω επροσπάθουν να στεγνώσουν τα βρεγμένα ρούχα των. Εν τω μεταξύ διηγήθησαν εις τον χωρικόν πώς είχον ναυαγήσει.

Ο καπετάν- Γιωργάκης ενδίδων εις την απαίτησιν του πλήθους, απορρίψας τα ελαφρά υποδήματά του, έτρεξεν επί της σκάρας πατών επί των ονύχων, όπισθεν της πρύμνης, και την στιγμήν, καθ' ην η πρύμνη απηλλάσσετο τέλος της εσχάρας και το σκάφος, φέρον υπερήφανον την κυανόλευκον επί κονταρίου μετ' ερυθρού σταυρού, εβαπτίζετο το πρώτον εις το κύμα, ερρίφθη με όλα τα ενδύματά του κατά κεφαλής εις την θάλασσαν, βυθισθείς πρώτον, είτα ευθύς ανελθών εις την επιφάνειαν, και αφού εκολύμβησε δύο ή τρεις γύραις, επέστρεψεν εις τα ρηχά, επάτησεν εις την άμμον, απέβη εις την ξηράν, και υπό τους αλαλαγμούς του πλήθους έτρεξεν εις την καλύβην, όπου εις την στιγμήν ήλλαξε τα βρεγμένα αμπαδίτικα κ' εφόρεσε τα κυριακάτικα.

Ένοιωσε επάνω στα δάχτυλά του τα χείλη της βρεγμένα από δάκρυα σαν να ήταν ένα λουλούδι υγρό από τις σταγόνες της δροσιάς και ανατρίχιασε. Του φάνηκε ν’ απομακρύνεται ο εφιάλτης που τον τυραννούσε τρεις μέρες. «Θα γυρίσει», είπε δυνατά. «Και όλα θα πάνε καλά. Θα βάλει μυαλό, θα μετανιώσει, θα είστε ευχαριστημένοι και όλα θα πάνε καλά…Οι δυο γυναίκες έφυγαν καθησυχασμένες.

Εγέννησαν και η ψαραίς, είπε με χαράν και απέθεσε τα δύο αιγίδια πλησίον της πυράς, βρεγμένα ακόμη από την κοιλίαν της αιγός, τα οποία έπαιζαν, τα καϋμένα, τα ματάκια των μαύρα-μαύρα, και πότε έβλεπαν με απορίαν την μίαν κάπαν, πότε την άλλην, τους μέλλοντας συντρόφους της ορεινής ζωής των· και έσειον τα αυτάκια των εκεί εγγύς της πυράς.

Αλλά πρώτα πρέπει να σ' ευχαριστήσω ότι μ' έπνιξες, διότι τώρα δα μ' έκαμες αληθινά πλούσιον. Πώς ετρόμαξα όταν έπιπτα, και εσφύριξεν ο αέρας εις τ' αυτιά μου! Αλλά άμα έπεσα εις το νερόν, ο σάκκος ήνοιξε, και μία ωραία κόρη με κάτασπρα φορέματα και με πράσινα φύλλα επάνω εις τα βρεγμένα της μαλλιά, με επήρεν από το χέρι και μου λέγει: «Καλώς ήλθες, μικρέ Κλώσε. Χάρισμά σου αυτά τα ολίγα πρόβατα.

Όλων τα οθόνια εβράχησαν. Ο Βαγγέλης έλειπε την νύκτα. Ήλθε το πρωί, ευρίσκει το στρώμα και τα σκεπάσματα της κλίνης όλα βρεγμένα, και αρχίζει πικράν επίπληξιν κατά της εξαδέλφης του. — Μήπως και τα δικά μου δεν θα βράχηκαν τάχα, εκεί που βρίσκονται; είπε μεγαλοφώνως, ίσως διά να την ακούουν έξω, η Σταυρούλα. Να, και το παπλωματάκι μου, κύττα, πως έγεινε!

Η εξώπορτα ήταν κλειστή, το χορτάρι φύτρωνε κατά μήκος του τοίχου και στα σκαλοπάτια, όπως σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι∙ κι ο Έφις φοβήθηκε να χτυπήσει. Είδε το πορτάκι της Γκριζέντα που έλαμπε σαν χρυσό ορθογώνιο επάνω στο μαύρο τοίχο, και θυμήθηκε τι του ζήτησε ο Τσουανατόνι. Η Γκριζέντα στεκόταν μπροστά στη φωτιά για να στεγνώσει τα βρεγμένα της εσώρουχα.

Και ιδού κοπαδάκι φαιών περιστερών προσέρχεται δειλά-δειλά με το ταχύ και νευρικόν πτερύγισμά του να ποτισθή εις το δροσερόν ρεύμα. Αλλ' αίφνης εν τη θέα των ξανθομάλλων παρθένων τρομάζει και χωρίς να πατήση εις τα βρεγμένα λιθάρια υποστρέφει πάλιν δειλά-δειλά.