United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κλητήρ καταφθάνει τότε δρομαίος, επιτίθεται κατά του αμαξηλάτου, δέρει, δέρεται, και εν μια στιγμή ευρίσκεται χαμαί ανάσκελος δι' ενός λακτίσματος του αμαξηλάτου, όστις τρέπεται εις φυγήν. — Πού θα μου πας! λέγει στωικώς ο κλητήρ εγειρόμενος και τινάσσων τον κανιορτόν από της πρώην πορφυράς εφεστρίδος του. Πού θα μου πας!

Καλώς ταδέχθης, της είπε μειδιών. «Καλώς ταδέχθη» αυτή! και από ποίον επερίμενε τίποτε; — Έλαβα ένα γράμμα διά σε, Αχτίτσα, προσέθηκεν ο γέρων ιερεύς, τινάσσων την χιόνα από το ράσον και το σάλι του. — Ορίστε, δέσποτα! Και μακάρι έχω τη φωτιά, εψιθύρισε προς εαυτήν, ή το γλυκό και το ρακί να τον φιλέψω; Ο ιερεύς ανέβη την τετράβαθμον κλίμακα και ελθών εκάθισεν επί του σκαμνίου.

Ο Μανώλης απεμακρύθη, τινάσσων τα βρεγμένα ενδύματά του· αφού δε ευρέθη έξω βολής, απηύθυνε προς την Ζερβουδοπούλαν δίστιχον το οποίον προσήρμοζε το κατάβρεγμα εις τον έρωτά του: Σα μου την ήψες τη φωτιά, ήπιασες το λαΐνι Και κάνεις πως την περιχάς, μα κείνη μπλειο δε σβύνει. Εις άλλο επεισόδιον όμως οι λόγοι του Μανώλη κατώρθωσαν να την κάμουν να γελάση.

Και περιέβλεπεν εαυτόν παραδόξως, θεωρών τα κατάλευκα φορέματά του και τινάσσων αυτά ως να εξεχιονίζετο. — Χιόνι και να κάμνη τόσον κρότον! Ωνειρεύετο. — Τι είνε, κολλήγα; εκραύγασε και ο ποιμήν τότε, ημικοιμώμενος από της ζάλης. — Μωρέ τουφεκιαίς πέφτουν! παρετήρησεν. Ο γέρων ήρχισε να γελά. — Αναστήσανε πλεια! είπεν ο ποιμήν.