United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανεκάθισεν ωχρά εκ του τρόμου της δεινής καταπτώσεως, με λευκά τα χείλη εκ της λιποψυχίας, με οφθαλμούς απλανώς βλέποντας, ως βλέπει εκείνος όστις εκ της ζάλης θεωρεί στριφογυρίζουσαν την γην ως σφονδύλιον, με λυτήν την μαύρην της κόμην, της μανδήλας τη παρασυρθείσης υπό των κλάδων του δένδρου εν τη πτώσει, κ' έβαλε τώρα κραυγήν οξυτέραν, διότι τώρα ησθάνετο της πτώσεως το βαρύ αποτέλεσμα.

Και χωρίς να χάνουν καιρόν, αδημονούντες ύψωσαν απειλητικώς τας αξίνας εναντίον του. Ο Δημήτρης εξήλθε μετά τάχους του κτήματος και διηυθύνθη προς την κωμόπολιν, εκ της ζάλης του μη ενθυμηθείς ούτε την αξίναν του να λάβη. Ήτο λοιπόν τω όντι αφορισμένος! το εύρημά του, το οποίον είχε γίνει γνωστόν εις την κωμόπολιν, έκαμνε γνωστόν και το κακόν το οποίον εβάρυνεν επ' αυτού!

Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΠΟΛΩΝΙΟΣ ΟΦΗΛΙΑ ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ και ΓΥΙΛΔΕΝΣΤΕΡΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Και δεν δύνασθε σεις με κάποιον πλάγιον τρόπον να μάθετε απ' αυτόν διατί τάχα το σχήμα της ζάλης τούτο ενδύθη, οπού των ημερών του όλων εξαγριόνει τόσο την γαλήνην μ' επικίνδυνην τρέλλαν ταραχής γεμάτην; ΡΟΖΕΝΚΡΑΣ Ομολογεί και αυτός 'πού εσάλευσεν ο νους του αλλά να ειπή την αφορμήν ποσώς δεν θέλει.

Και περιέβλεπεν εαυτόν παραδόξως, θεωρών τα κατάλευκα φορέματά του και τινάσσων αυτά ως να εξεχιονίζετο. — Χιόνι και να κάμνη τόσον κρότον! Ωνειρεύετο. — Τι είνε, κολλήγα; εκραύγασε και ο ποιμήν τότε, ημικοιμώμενος από της ζάλης. — Μωρέ τουφεκιαίς πέφτουν! παρετήρησεν. Ο γέρων ήρχισε να γελά. — Αναστήσανε πλεια! είπεν ο ποιμήν.

Τα λουλούδια 'νε για τσοι ντεληκανήδες, είπεν ο Σαϊτονικολής μειδιών και ώθησε τον Μανώλην, όστις υψώσας τους βραχίονας, σχεδόν μέχρι του παραθύρου, ήρπασεν εις τον αέρα τα άνθη, κατακόκκινος, αλλά και ευχαριστημένος διά το τόλμημά του. Εις το σπίτι ο Μανώλης έφθασε κατεχόμενος υπό πρωτοφανούς κοπώσεως και ζάλης.

αφίνω, και μισεύω, ολόχρυσο πουλί· Βαριά που με πλακόνει παράπονο πολύ. Τρέμει η καρδιά μου, δαίρει, ανήσυχη βαρεί· Ο τόπος που 'χε πρώτα, μου λέει, δεν τη χωρεί. Ο νους μου στο κεφάλι δε θέλει να σταθή, Κοντά σου γύραις φέρει, κι' εσέν' ακολουθεί. Χαμένος οχ τη γνώσι το δρόμο περπατώ, Εδώ κι' εκεί κυττάζω, να σε ιδώ ζητώ. Κινιούμαι, κοντοστέκω με ζάλης ταραχή.