United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Κουκκίτσα. Κ' έγεινεν ένα με το στασίδι ο περίφοβος γέρων. Ο παπά-Κονόμος κατεχόμενος και αυτός από άγνωστον φόβον, στρέφει προς την θύραν του ναΐσκου εν τρόμω και βλέπει οπτασίαν θαυμασίαν και γοητευτικήν.

Αλλ' ως είπομεν, εις το έργον του τούτο δεν φαίνεται κατεχόμενος από εμπάθειάν τινα, αλλά συναισθανόμενος την υπεροχήν του και εκ περιωπής κρίνων ελεεί τους δοκησισόφους τούτους ρήτορας λέγων, ότι δεν πρέπει να οργίζεται κανείς κατ' αυτών, διότι γνωρίζουν μόλις τα στοιχεία της τέχνης των, πράγμα το οποίον δεν είναι απορριπτέον, αλλ' εις ουδέν συντελεί άνευ φιλοσοφικής μορφώσεως και μεθόδου.

Αλλά τι εσήμαινεν ο ατελεύτητος ούτος περίπατος και επί τίνος πράγματος επηγρύπνει το ανθρωπάριον εκείνο εν αιθούση, όπου δεν υπήρχον ειμή τέσσαρες τοίχοι και επ’ αυτών ουδέ καν καρφίον ίνα κρεμασθή ο φύλαξ, αν τυχόν αηδίαζε την όντως αμφίβολον ζωήν του; Υπό τοιούτων κατεχόμενος αλύτων αποριών, ήρχισα καγώ να διαβηματίζω κατά μήκος της αιθούσης, ότε αίφνης εκατέρωθεν αυτής διέκρινα ανά τέσσαρας θυρίδας υαλοφράκτους, προς τας οποίας έσπευσα εν τάχει, ελπίζων ν' ανακαλύψω τέλος πάντων ακτίνά τινα φωτός.

Η θέσις μου ήτο, το ομολογώ, ικανώς αλλόκοτος και πας γνώριμός μου θα εδικαιούτο να γελάση βλέπων με την ώραν εκείνην εις το βάθος ερήμου κοιμητηρίου, συμπίνοντα με νεκροθάπτην υπό το φέγγος νεκρικής κανδήλας. Εγώ όμως ουδεμίαν είχα όρεξιν να γελάσω κατεχόμενος υπό αδιηγήτου αθυμίας.

Ο γέρος εφαίνετο κατεχόμενος υπό λογισμού τινος και ήτο σκυθρωπός. Ο ξένος τουναντίον ήτο φαιδρός. Ηστειεύθη με την Γύφτισσαν, προς ην έλεγεν αηδώς χαριεντιζόμενος ότι την ερωτεύεται. Η Αϊμά δεν ήτο παρούσα. — Αλήθεια; έλεγεν η γραία. Με αγαπάς με τα σωστά σου; — Καλέ τι λες; Δεν το πιστεύεις; — Και τώρα πώς να κάμωμεν; έλεγεν η γραία προτείνουσα τους δύο οδόντας. — Συ ευρέ τον τρόπον, μάτια μου.

Ο Φρουμέντιος, κατεχόμενος υπό αδιηγήτου ηδονής, δεν ήξευρε τίνα των αγίων διά την αιφνιδίαν εκείνην μεταβολήν να ευχαριστήση, διότι πάντας εν τη απελπισία του τους είχεν επικαλεσθή, άυπνος δε ων προ πολλού απεκοιμήθη τέλος επί του γλυκυτάτου εκείνου προσκεφαλαίου, εις όλους υποσχόμενος τροπάρια και κηρία.

Ούτω κατεστράφησαν οι Σκλαβηνοί. Αλλ' ο Χαγάνος κατεχόμενος υπό σφοδράς οργής δεν παρήτησε το σχέδιον της επιθέσεως. Την επιούσαν επετέθη πανστρατιά εναντίον της πόλεως. Ο στρατός του ώρμησε πολλάκις εναντίον των τειχών, αλλά πολλάκις απεκρούσθη, ο δε Χαγάνος ιστάμενος επί λόφου έβλεπε τας αποτυχίας του στρατού.

Τα λουλούδια 'νε για τσοι ντεληκανήδες, είπεν ο Σαϊτονικολής μειδιών και ώθησε τον Μανώλην, όστις υψώσας τους βραχίονας, σχεδόν μέχρι του παραθύρου, ήρπασεν εις τον αέρα τα άνθη, κατακόκκινος, αλλά και ευχαριστημένος διά το τόλμημά του. Εις το σπίτι ο Μανώλης έφθασε κατεχόμενος υπό πρωτοφανούς κοπώσεως και ζάλης.

Εν τούτοις έλαβε την χείρα της Αϊμάς, και τη είπε με στυγνήν φωνήν·Υπάγωμεν. — Πού υπάγομεν, Μάχτο; ηρώτησεν η κόρη. — Εις την άλλην πόρταν, εψέλλισεν ο άγνωστος. Η Αϊμά τον ηκολούθησεν εν σιγή· ο ξένος την ωδήγησεν ουχί διά της αυλής, αλλά διά των ευρέων διαδρόμων του μαγειρείου και της τραπέζης. Η Αϊμά εβάδιζε μετά καρτερίας και αποφάσεως, ο δε ξένος εφαίνετο κατεχόμενος υπό δεινής αγωνίας.

Υποθέτων λοιπόν ο Αρχίδαμος ότι οι Αχαρνείς, καταστρεφομένων των κτημάτων των, δεν θα ήσαν πρόθυμοι να εκτεθούν εις κίνδυνον χάριν των άλλων, και κατεχόμενος υπ' αυτής της σκέψεως έμενε χρονοτριβών περί τας Αχαρνάς.