United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ενώ ηπόρει πώς να εκβή εκείθεν, λέγουσιν ότι εφάνη ο Τρίτων και εζήτησε παρ' αυτού τον τρίποδα, υποσχόμενος να δείξη την έξοδον και να τους αποστείλη ασφαλείς. Πεισθέντος δε του Ιάσονος, έδειξεν ο Τρίτων εις τους Αργοναύτας τον τρόπον πώς να εξέλθωσι διά των υφάλων και έθεσε τον τρίποδα εις τον ναόν του.

Παρεκάλεσε δε τον αυτοκράτορα να πέμψη πρέσβεις προς τον Χοσρόην και να ζητήση ειρήνην, υποσχόμενος ο ίδιος να συνοδεύση τους πρέσβεις και να συνηγορήση υπέρ της παραδοχής των προτάσεων του Ηρακλείου. Ο αυτοκράτωρ επιστρέψας εις Κωνσταντινούπολιν και συσκεφθείς μετά του πατριάρχου και της συγκλήτου απεφάσισε να πέμψη πρέσβεις προς τον Χοσρόην.

Εν τω μεταξύ ο γηραιός κυρ Αναγνώστης είχε χηρεύσει, κ' η ψυχοκόρη, κατά την απουσίαν του συζύγου υπηρέτει διαρκώς εις την οικίαν τον θετόν πατέρα της, όπως και παιδιόθεν ήτο συνειθισμένη. Ο σύζυγος έγραφεν από καιρού εις καιρόν επιστολάς, υποσχόμενος ότι θα έλθη, αλλά δεν ήρχετο.

Εφθόνει δε τον Μανώλην τον Πολύχρονον, όστις είξευρε τον τρόπον, υποσχόμενος εις τον ένα διορισμόν, εις τον άλλον σύνταξιν, εις τον τρίτον αισίαν έκβασιν της δίκης, να ευρίσκη απληρώτους εκλογείς, τους οποίους να περνά εις το κατάστιχόν του ως πληρωμένους.

Ακολούθως δε παρεκάλεσε τους γονείς του να στέλλωσι δι' αυτού καθ' ημέραν εις την μητέρα του Κώστα έν ψωμίον, υποσχόμενος ότι αυτός θέλει τρώγει εις το εξής ολιγώτερον, και ότι συγχρόνως θέλει προσέχει τα ενδύματά του περισσότερον, όπως οικονομώσι τοιουτοτρόπως οι γονείς του το ψωμίον της πτωχής οικογενείας.

Επειδή δε η Φερετίμη επανέλαβε τας ιδίας λέξεις, ο Ευέλθων απήντησεν ότι τοιαύτα δώρα προσφέρει εις τας γυναίκας και όχι στρατόν. Ο δε Αρκεσίλαος, ευρισκόμενος τότε εις την Σάμον, εστρατολόγει τον τυχόντα υποσχόμενος διανομήν γης. Συναθροίσας δε τοιουτοτρόπως πολύν στρατόν ήλθε πρώτον εις τους Δελφούς διά να ερωτήση το μαντείον περί της καθόδου του.

Εξήλθεν έπειτα εις την ξηράν και προσκαλέσας τους αξιωματικούς όλου του στρατοπέδου τους ωμίλησεν όσα ενόμισε πρόσφορα εις την περίστασιν, τους επαρηγόρησε διά την στέρησιν του Καραϊσκάκη και τους επαρακίνησε να εξακολουθήσωσι τον αγώνα με την ιδίαν προθυμίαν και γενναιότητα, υποσχόμενος να συναγωνισθή και ο ίδιος και να πράξη υπέρ του στρατοπέδου ό, τι του επιτρέπουν τα μέσα, τα οποία το έθνος ενεπιστεύθη εις αυτόν.

Εχαιρέτησε την παρέαν, εστάθη ολίγον παράμερα, υπό την σκιάν δένδρου, και καλέσας διά νευμάτων τον μπάρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Γιαννιόν τον Κάβουραν, ήρχισε να ομιλή διά μακρών, ζωηρώς και με πολλάς χειρονομίας, προς αυτούς. Εκείνοι επανειλημμένως ανένευαν. Ο Μανώλης έσεισε την κεφαλήν, και απεμακρύνθη βραδέως, υποσχόμενος ότι θα επανέλθη.

Ο δε Αλκιβιάδης, άμα έμαθεν ότι ο Τισσαφέρνης διηυθύνετο προς την Άσπενδον, ανεχώρησε και αυτός μετά δεκατριών πλοίων υποσχόμενος εις τους Αθηναίους να τοις παράσχη ασφαλή και μεγάλην χάριν, ήτοι να φέρη αυτός ο ίδιος προς αυτούς τον Φοινικικόν στόλον, ή τουλάχιστον να τον εμποδίση να μεταβή με το μέρος των Πελοποννησίων.

Τα δύο ταύτα τέκνα της Άρκτου εθαύμαζον την πολυτέλειαν του θεράποντος του θεού εκείνου, όστις εδίδασκε την πτωχίαν, υποσχόμενος αντ' αυτής μετά θάνατον εις τους πιστούς παράδεισον εστρωμένον διά χρυσίου, σαπφείρων, σμαράγδων και αμεθύστων.