United States or Pitcairn Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι ευδαίμονες ερασταί ομοιάζουσι τους ευτυχείς λαούς, οίτινες δεν έχουσιν ιστορίαν· των δε ημετέρων μοναχών ο βίος έρρεεν ακύμαντος και γαληνιαίος οπό την σκιάν του Μοναστηρίου, ως το ρεύμα της Φούλδας υπό τας σκιαζούσας γηραλέας αιγείρους.

Ο Τρέκλας ήτο εξηπλωμένος περαιτέρω επί χθαμαλωτέρου εδάφους, απέχοντος περί τα εκατόν βήματα από του μέρους ένθα απέθηκε τα εργαλεία του ο άνθρωπος. Ήκουσε τον θρουν, είδε την σκιάν του ξένου, και αυτομάτως ανεσηκώθη. — Ποίος είνε; είπεν. Αλλά παραχρήμα εμαζεύθη πάλιν υπό την κάπαν του και εμουρμούρισεν·Αν είνε κλέφτης, τόσο χειρότερα! Τι με μέλει εμέ να ανακατωθώ; Δεν σου τα έλεγα, Χόμο;

Και το επηρμένον ήθος της λέγει προς τους επιβάτας του τροχιοδρόμου: — Έχει και η Γαργαρέτα αριστοκρατία. Τι νομίσατε; Έν άλογον στέκεται εκεί παρά την Καλλιθέαν. Και είνε τόσον ισχνόν, τόσον εξησθενημένον, ώστε δεν έχει δύναμιν ν' απομακρυνθή από τον ζέοντα ήλιον και να καταφύγη υπό σκιάν.

Και διά να δίδεται μάλλον ελευθέρως εις την αχαλίνωτον απόλαυσιν των τρυφηλών οργίων του, έκτισεν ανάκτορον εις έν εκ των ωραιοτέρων μερών της επιφανείας της γης, υπό την σκιάν του κοιμωμένου ηφαιστείου, εις μίαν μαγευτικήν νήσον, υπό το γλυκύτερον κλίμα του κόσμου.

Ούτω λοιπόν εφαίνετο εις τον παπά-Κονόμον ότι η οικία όλη ήτο γεμάτη από την σκιάν και την φωνήν της Κουκκίτσας του, η οποία διαρκώς επεριπατούσε μέσα εις τα δωμάτια.

Πόσαι οικογενειακαί θαλίαι είχον τελεσθή το πάλαι υπό τους βαθυφύλλους κλάδους της, πόσα άκακα ερωτικά ζεύγη είχον εύρη ποτέ καταφύγιον εις την σκιάν της. Και είτα εις τον Άγ. Ηλίαν και εις τον Άγ. Όλα ευωδίαζον άνοιξιν και απλότητα και χαράν. Εκεί έστεκεν ο Γιάννης, και ήκουε γελών τα υπαγορεύματα των γυναικών, τας απηχήσεις και τους &ασπασμούς& του παπά.

Αλλά πού τώρα σπληνάντερα και κοκορέτσι, και πού τα τυροπ' τάρια; Ο καπετάν Γεωργάκης επέζευσε, και εκάθησεν υπό την σκιάν μεγάλης ελαίας της μικράς επαύλεως. Ο αγωγιάτης απέθεσε τα πράγματα εντός του καλυβιού, κ' επήγε να δέση το ζώον. Είχεν ειπή εις την γυναίκα ότι θα υπάγη δι' ολίγας ημέρας ν' αλλάξη τον αέρα στο καλύβι, και ότι δεν θέλει κανένα μαζύ του.

Έν απόγευμαήτο Δευτέρα — ο Χρήστος έβοσκε τα πρόβατα του πατρός του πλησίον εις το πεύκον, περί του οποίου σας έλεγα. Εκάθητο εις την σκιάν και διώρθωνε μίαν παλαιάν καρδάραν, ότε έξαφνα βλέπει τα πρόβατά του και έφευγαν καταφοβισμένα, το έν επάνω εις το άλλο.

Εφαντάζετο ότι βλέπει τον δυστυχή της καλύβης κάτοικον, καθώς τον είδε τότε καθήμενον κατά γης εις την σκιάν μιας κέδρου, καθαρίζοντα χόρτα άγρια εντός της πηλίνης χύτρας του και στρέφοντα μετ' απορίας την κεφαλήν προς τον μικρόν ρασοφόρον.

Η Αϊμά τον παρεκάλεσεν εκ νέου να προσπαθήση νανοίξη την θύραν του οικίσκου. — Είνε άνθρωποι μέσα, απήντησεν ο Σκούντας. — Αν είνε άνθρωποι, τόσον καλλίτερα, θα μας λυπηθούν, είπεν η Αϊμά. Ο Σκούντας έμεινεν ακίνητος. Όσον διά την Αϊμάν, ησθάνθη και αύθις το τρίτον ήδη, αλλ' εναργέστερον την σκιάν εκείνην της υπονοίας, ότι ο άνθρωπος ούτος δεν ήτο ο Μάχτος.