United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΣΤ. Κι' εμέ; πώς; έτζι ξέρω το δικό μας το στείλεσα γένης εσύ Αστυνόμος κάμε όπως γνωρίζεις. ΓΡΑΜ. Ναι. ΑΣΤ. Σιντζιλλάριστο τώρα όμορφο και στείλλετο ντελογκόμπα και μου φύγης πάλαι και πας να μπαλλάρης; ΓΡΑΜ. Όχι δαύστερ' από δύω ώραις όταν δροσίση. Ο Αστυνόμος μόνος. Ο Αστυνόμος και οι Στρατιώται. ΑΣΤ. Τ' είναι μουρέ Γεράσιμέ μου, Αντζουλή μου, Διονύσιο; — τρέχει τίποτζι;

Ξημέρωσέ τηνε την αυρινή τη μέρα! Θα μας θυμάτ' η Αρβανιτιά και θα την τρώγ' η ζήλια. Θα χλημητάνε τ' άλογα, θα καίνε τον αγέρα Με τ' άγρια τα χνώτα τους Γκέγκικα καρυοφύλλια, θα γενούν πάλαι τα Θερμιά, λαίμαργη καταβόθρα... Χιλιάδαις ήρθαν θερισταί και χάρος οργοτόμος, Μουγκρίζουν, φοβερίζουνε πως δε θα μείνη λώθρααυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος»...

Πρώτοι αυτοί εγυμνώθησαν και δειχθέντες εις το φανερόν ηλείφθησαν διά λίπους όπως αγωνισθώσι· το πάλαι δε, εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, διαζώματα έχοντες περί τα αιδοία οι αθληταί ηγωνίζοντο, και δεν παρήλθον πολλά έτη αφ' ότου έπαυσεν η συνήθεια αύτη.

Ευτυχείς και αξιομακάριστοι είσθε υμείς οι νεώτεροι Έλληνες, οι μη έχοντες επί πολλούς ακόμη αιώνας να μεριμνήσετε περί των θεωριών του Μάλθου, οι παραπονούμενοι ότι η χώρα υμών είνε μικρά και αφίνοντες χέρσα τα τρία τέταρτα αυτής, άτινα δεκάκις τόσους Έλληνας δύνανται και σήμερον, ως το πάλαι, να διαθρέψωσιν, εκτός αν υποθέσωμεν ότι, απολέσαντες την προγονικήν μεγαλοφυΐαν, ελάβετε αντ' αυτής ως αντάλλαγμα όρεξιν δεκαπλασίαν.

Όθεν εγώ ου μόνον δεν φρονώ ότι η καταγωγή των Αιγυπτίων είναι σύγχρονος με τον σχηματισμόν του Δέλτα, αλλ' εξ εναντίας ότι είναι επίσης αρχαίοι ως το ανθρώπινον γένος, και ότι, προχωρούντος του τόπου των, οι μεν έμειναν όπου ήσαν, πολλοί δε κατέβησαν βαθμηδόν. Τωόντι αι Θήβαι το πάλαι εκαλούντο Αίγυπτος, και η περιφέρεια του νομού τούτου είναι έξ χιλιάδων εκατόν είκοσι σταδίων.

Ωραία και γλυκεία ήτο η σκηνή εντός του ερειπίου εκείνου, του μεγαλομαρμάρου και επιβλητικού εις την όψιν, αγλαϊζομένου από το τρέμον, υπό την πνοήν της αύρας της νυκτερινής, φως πεντήκοντα λαμπάδων, σκηνή φωτεινή και σκιερά, διαυγής και μυστηριώδης, εν μέσω γιγαντιαίων δρυών υψουσών υπερηφάνους τους εις διαδήματα κορυφουμένους κραταιούς κλώνους, με τα φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα ως χρυσαί φολίδες υπό την λαμπηδόνα των πυρσών, με σκιάς και σκοτεινά κενά εν μέσω των κλάδων, όπου εφαντάζετό τις ελλοχεύοντα αόρατα πνεύματα, υπάρξαντα πάλαι ποτέ Δρυάδες εύσωμοι και Ορεστιάδες ραδιναί, ελευθέρως ανάσσουσαι ανά τους πυκνούς δρυμώνας, και σήμερον μεταμορφωθείσαι εις νυκτερινά τελώνια, και μη τολμώσαι να προβάλωσιν εις το φως των αναστασίμων λαμπάδων· αναθαρρήσασαι προς καιρόν εκ της φυγαδεύσεως του χριστιανικού Θεού από του καλλιμαρμάρου ιδρύματος, και τώρα μετά θάμβους βλέπουσαι την αναζωπύρησιν των πασχαλίων πυρσών και οσφραινόμεναι την οσμήν του χριστιανικού μοσχολιβάνου εις τα βάθη του δρυμώνος.

Τούτο ωμοίαζε πολύ με γραίαν μαυροφόραν καθημένην εις το σκότος, ήτις τον εκύτταζε μακρόθεν. Επειδή ησθάνετο φόβον, και ήθελε με κάθε τρόπον να διώξη τον φόβον από μέσα του, έλαβεν ένα δαυλόν, επήγε κατ' ευθείαν εις το πράγμα το μαύρον, και το εψηλάφησε κ' εβεβαιώθη ότι ήτο μαύρον κούτσουρον ρίζης πάλαι ποτέ υπάρξαντος δένδρου, το οποίον είχε καή, και ήτον ως καψάλα.

Ήτο η λατρεία εκείνη του Μολώχ με τας ανθρωποθυσίας της, το πάλαι με τας προφητοκτονίας και νυν με την θεοκτονίαν, — ήτις, ως εις τας ημέρας του Μανασσή, τους κατεδίκαζεν εις άλλην και τρομερωτέραν καταστροφήν. Από τούδε έζη μόνον με αμοιβήν επικηρυγμένην επί της κεφαλής Του. Και η έγκρισις αύτη, όσον μυστική και αν ήτο αρχήθεν, εν ακαρεί εγένετο γνωστή. Ο Ιησούς εγνώριζε ταύτην.

Ο όρμος ήτο αρκούντως ευρύς και πλήρης λέμβων και ακατίων, υπήρχον λίθιναι αποβάθραι, εργαστήριά τινα, και έν πλινθοποιείον. Παρά την αντίθετον άκραν της παραλίας έκειτο πύργος, όστις δυνατόν να κατωκείτο πάλαι ποτέ, αλλά κατά τον ειρημένον χρόνον ήτο έρημος.

Θανάση μου, ενικήσαμε!... το ψυχομάχημά του Μεταλαβή κι' αντίδωρο... — Πατέρα, δε θα νάρθη Για μας, που προοιμίζομε, Δευτέρα Παρουσίααυτήν την ακροπελαγιά;... Αυτό το έρμο χώμα Δε θα το ιδούν ελεύθερο μια μέρα οι πεθαμμένοι; — Πίστευε, Διάκε, 'ς του θεού την παντοδυναμία. — Θα σούναι πάντατο πλευρό μ' εμέ κι' ο Πατριάρχης. Απλόνουν πάλαι τα φτερά.