Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Είπε ο παππάς τα γράμματα, τέλειωσε η λειτουργιά κι' άρχισεν ο κόσμος να μεταλαβαίνουν από τη μια μεριά, κι' από την άλλη να παίρνουν αντίδωρο από το δίσκο, που τον κρατούσε ένα από τα λίγα παιδιά του χωριού, που έκαναν τον αναγνώστη της εκκλησιάς.

Δεν το πίστευα πως μοίραζε τ' αντίδωρο ο πάτερ Νικόδημος, και πως γύριζε ο κόσμος στα σπίτια του. Άλλη είταν η γειτονιά της. Πήρα τότες το δρόμο μας με βαρειά και με λυπημένη καρδιά. Δε σας αφίνω, παλιά μου χρόνια! Θα σκαλίζω, θα ξετρυπώνω, και θαραδιάζω... Ένα ένα θα τα ξετυλίγω τα ψυχικά φυλαχτήριά μου... Να σε χαρώ, ανυπόμονε πατριώτη, μη μου ταφίνης έξω αυτά.

Μόλις έκλεισε τα μάτια της τής φάνηκε πως ήτανε στην εκκλησιά. Ο παπάς στην Αγία Πύλη μοίραζε το αντίδωρο. Ήτανε χλωμός σαν το κερί, τα γένεια του και τα μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα σαν το χιόνι. Ζύγωσε να πάρη κι' αυτή αντίδωρο, μα δεν μπορούσε· ένας λάκκος βαθύς έχασκε μπροστά της ανάμεσα στις μαρμαρένιες πλάκες. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη· ένας κρύος αέρας φυσούσε απάνω της.

Θανάση μου, ενικήσαμε!... το ψυχομάχημά του Μεταλαβή κι' αντίδωρο... — Πατέρα, δε θα νάρθη Για μας, που προοιμίζομε, Δευτέρα Παρουσίααυτήν την ακροπελαγιά;... Αυτό το έρμο χώμα Δε θα το ιδούν ελεύθερο μια μέρα οι πεθαμμένοι; — Πίστευε, Διάκε, 'ς του θεού την παντοδυναμία. — Θα σούναι πάντατο πλευρό μ' εμέ κι' ο Πατριάρχης. Απλόνουν πάλαι τα φτερά.

Έβλεπε κατόπιμέσα στο φοβερό, τον ατέλειωτον εκείνο το βραχνάέβλεπε τον Πάτερ Χαράλαμπο μόνο που δε βλογούσε την αμαρτία με το Βαγγέλιο στο χέρι, που άκουγε τις ψευτιές του Πανάγου και τις σκέπαζε με το πετραχήλι του, κ' ύστερα να τρέχη και να τις φέρνη αντίδωρο, λέει, ποιανού; — του Δημήτρη!

Αυτή ήτανε η αρρώστεια του, μουρμούρισε. Δεν τον σήκωνε η καλογερική. Ήθελε πάλι τα παληά του. Και την πήρανε τα κλάματα. — Σε καλό σου, κυρά-παπαδιά! Είνε πράμα να κλαις; Δεν το θέλει ο Θεός, είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός. Ένα μήνα, δύο βία, θα μας ξανάρθη ο παπάς. Θα πάρουμε, πάλι αντίδωρο απ' τα χέρια του. Η παπαδιά έπεσε απάνω στο σοφά. Δεν μιλούσε σε κανένα.

Πρώτη- πρώτη μετάλαβε η γριά με τη φαμίλλια της, αυτή πήρε πρώτη αντίδωρο κι' αυτή βγήκε πρώτη από την εκκλησιά και τράβησε για το σπίτι της, γιατί είταν η πρώτη του χωριού και κανένας άλλος δε μπορούσε να της πατήση αυτό το δικαίωμα.

Στην εκκλησιά κάθησε από την αρχή της λειτουργίας ως το τέλος, και, κατά πώς το συνηθούσε πάντα, πήγε στη θύρα του ιερού πρώτη-πρώτη για να πάρη αντίδωρο μπροστύτερα απ' όλο τ' άλλο το Χωριό και να πάγη γλήγορα στο σπήτι της, να δεχτή το παιδί της, που έρχονταν από την Ξενιτειά.

Έτσι έκανε πάντα, κι' ο παπάς, που ήξερε αυτή την αδυναμία της, της έδινε αντίδωρο πρώτα απ' όλους, κι' αυτή, παίρνοντας τ' αντίδωρο, βγήκε τρεχάτη από την εκκλησιά, κρατώντας στο χέρι το αδειανό το ροΐ, και τράβησε ίσια γιό το σπιτοκάλυβό της. Και το ότι δεν είχε φέξει καλά, όταν γύριζε, κι' η συννεφιά η βαρειά, που κρέμονταν στον αιθέρα, έκαναν τον ουρανό μαύρον και φόβιον.

Εκείνο το βράδυ ήτανε να φύγη ο παπάς. Όλοι οι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι. Μιλούσαν και χωράτευαν να παρηγορήσουν την παπαδιά. Ένας μήνας είν' αυτός. Ενάμισυ βία. Και πάλι εδώ είμαστε. Θα πάρουμε πάλι αντίδωρο απ' το χέρι του παπά. — Άφησε τα μέλλοντα, είπε ο παπάς. Μην τα μελετάς, ευλογημένε. Να δώση πρώτα ο Θεός να καβατζάρωμε την αρρώστεια. Ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο τον.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν