United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τηνέ μοίραζε αλύπητα στο λαό του ο Αθανάσιος. Αθώρητος βασίλευε και κυβερνούσε το ποίμνιο, κατατρεγμένο και βασανισμένο καθώς είταν από κακορρίζικο Βασιλέα.

Μα κι ο φυσικά μαλακός χαρακτήρας του πρέπει να κόστισε του τόπου, αφού τα πλούτη και τα χαρίσματα τα μοίραζε αλύπητα σε φίλους και σε κολάκους. Ας μαζέψουμε τώρα ό,τι άλλο περίφημο σώζεται από την ιστορία της εποχής του, έξω από τα μεγάλα ζητήματα που θαγγίξουμε παρακάτω. Τονέ θυμούμαστε τον Αρμάτιο.

Μόλις έκλεισε τα μάτια της τής φάνηκε πως ήτανε στην εκκλησιά. Ο παπάς στην Αγία Πύλη μοίραζε το αντίδωρο. Ήτανε χλωμός σαν το κερί, τα γένεια του και τα μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα σαν το χιόνι. Ζύγωσε να πάρη κι' αυτή αντίδωρο, μα δεν μπορούσε· ένας λάκκος βαθύς έχασκε μπροστά της ανάμεσα στις μαρμαρένιες πλάκες. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη· ένας κρύος αέρας φυσούσε απάνω της.

Να τους ξαναζωντανέψη τους Αθηναίους, ή να τους ξαναφέρη στη χώρα τους όσα ο Σύλλας κι ο Νέρωνας ξολοθρέψανε κι αρπάξανε, σα δύσκολο· και μήτε ταίριαζε με τη φιλοδοξία του. Ποιος θα τους λάτρευε τότες! Μεταφέρνει λοιπόν πλούτη από τη Ρώμη και τα σπέρνει αλύπητα στην Ελλάδα μέσα. Ως και σιτάρι τους μοίραζε χάρισμα.

Βασανίστηκε π. χ. ένας του αναγνώστης, ζορίστηκε η βασιλόπουλα η Ολυμπιάδα, κ' έφυγε κακήν κακώς από την Πόλη η Νικαρέτη, θεοφοβούμενη γεροντοκόρη που στις μέρες του Χρυσοστόμου γύριζε τους δρόμους και μοίραζε χάρισμα γιατρικά για την ψυχή της. Τέλος ζορίστηκαν κι όσοι «Ιωαννίτες» δεν πήγανε να μεταλάβουν από το νέο Πατριάρχη τον Αρσάκιο. Η δύστυχη η Ολυμπιάδα παρηγοριά δεν είχε στην εξορία της.

Απ' τη στιγμή όμως πούκλεινε κανένας τα μάτια του, γινότανε δικός του· Έλεγες πως βαστούσε ανοιχτά δεφτέρια για κάθε μακαρίτη, κι' άμα τον έβλεπες σε παρέα, ήτανε σίγουρο πως μοίραζε κόλυβα. Εκεί που καθότανε ο Γιάννης ο Μακαρίτης, για ζωντανό κουβέντα δε στηνότανε ποτές κι' όποιος ήθελε να μάθη για τα πεθαμμένα του, ας έπαιρνε σκαμνί να κάτση. Λοιπόν! αυτό που σου λέω εγώ...

Νομίζανε λοιπόν κ' οι αντάρτες κι ο Υπάτιος πως άλλο δεν τους έμνησκε παρά να κινήσουν κατά το παλάτι. Από τάλλο μέρος ο ευνούχος ο Ναρσής είτανε σταλμένος από την αυλή στο ιπποδρόμιο και μοίραζε χρήματα, κι αγόραζε τους Κυανούς. Σύγκαιρα ξεκίνησε κι ο Βελισάριος με τον Ιουστινιανό και με τρεις χιλιάδες καλούς και πιστούς στρατιώτες, και ζυγώνουν το ιπποδρόμιο.

Πολύ σπάνια, μεγάλος άνθρωπος αφήκε μεγάλο διάδοχο. Αν είτανε στα καλά του ο Κωσταντίνος τότες που μοίραζε την Αυτοκρατορία, θα λέγαμε πως πρέπει να την παρατήρησε αυτή την αλήθεια, κι αφήκε πέντε διαδόχους, ίσως κ' έβγαινε ένας τους άξιος και ξεπερνούσε τους άλλους, καθώς ο ίδιος στη νιότη του.

Δεν το πίστευα πως μοίραζε τ' αντίδωρο ο πάτερ Νικόδημος, και πως γύριζε ο κόσμος στα σπίτια του. Άλλη είταν η γειτονιά της. Πήρα τότες το δρόμο μας με βαρειά και με λυπημένη καρδιά. Δε σας αφίνω, παλιά μου χρόνια! Θα σκαλίζω, θα ξετρυπώνω, και θαραδιάζω... Ένα ένα θα τα ξετυλίγω τα ψυχικά φυλαχτήριά μου... Να σε χαρώ, ανυπόμονε πατριώτη, μη μου ταφίνης έξω αυτά.

Δώδεκα ως τώρα κούρσεψα με τα καράβια χώρες· πεζός, ως έντεκα θαρρώ στης Τριάς τους κάμπους γύρω· κι' απ' όλες πήρα 'να σωρό πολύτιμα μ' αξία, 330 και πάγαινα του βασιλιά και τάδινα Αγαμέμνου. Κι' εκείνος, πίσω μένοντας μες στο καραβοστάσι, τάπαιρνε, λίγα μοίραζε, πολλά κρατούσε ο ίδιος, και τ' άλλα τάδινε πρεσβιά στων Αχαιών τους πρώτους.