Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Το βέβαιο είναι πως η χριστιανωσύνη, και μαζί της το Έθνος μας, έπαιρναν τώρα το δρόμο τους χωρίς μεγάλη βοήθεια από το θρόνο, μα και το εναντίο, καθώς βλέπουμε από τις ακόλουθες σκηνές της δραματικής ιστορίας του Αθανασίου. Τον αφήσαμε τον Άγιο Πατέρα ξορισμένο στη Γαλατία, θυμούμαστε και του Αρείου το κακορρίζικο τέλος. Αν όμως ο Άρειος είταν αποθαμμένος, οι πολυάριθμοι οπαδοί του ζούσαν ακόμα.

Τηνέ μοίραζε αλύπητα στο λαό του ο Αθανάσιος. Αθώρητος βασίλευε και κυβερνούσε το ποίμνιο, κατατρεγμένο και βασανισμένο καθώς είταν από κακορρίζικο Βασιλέα.

Έτσι μα το ναι τους άξιζε τους αδιόρθωτους εκείνους μωρόλογους, ταποσκυβαλίσματα εκείνα της παλιάς σοφιστικής, το κακορρίζικο αυτό στοιχείο που μας σώζεται, αν και μ' άλλες μορφές ως τα σήμερα, κι απ' άλλη γλώσσα δεν παίρνει, παρ' από τη γλώσσα της προσταγής. Δυστυχία μας όμως που δε βγαίνουν καθεμέρα και Θεοδόσιοι. Δε σταμάτησε ως εκεί ο Θεοδόσιος.

Τον αφίνουμε λοιπό να γυρίση στη Ρώμη να βρη το κακορρίζικο τέλος του, και ξακολουθούμε την τύχη της χώρας που είτανε γραφτό της κι άλλοι Ρωμαίοι να τη χαζέψουν ή να την παιδέψουν, όχι όμως πια καθώς ο Νέρωνας. 4 Άλλοι ψεύτικοι κι αληθινοί καλοθελητάδες Δεν έλειπε όμως και κάποια χρωματιά φιλελληνική από την τυραννία του.

Πιάνουν και τον άντρα της Λεοντίας το Μαρκιανό, τον καλογερεύουν, και τον ξορίζουνε στην Καππαδοκία. Ίσως πρέπει ναναφερθή πως είχε κ' ένα γιο ο Ζήνωνας συνονόματό του, κακορρίζικο όμως πλάσμα και κακομαθημένο από τους αυλικούς, αν και πάσκιζε ο πατέρας του να τον καλαναθρέψη. Δεν είναι να γράφουνται σε Ιστορία μέσα οι αχρειοσύνες του. Έσκασε, μωρό παιδί ακόμα, από την πολλή την παραλυσία.

Βγάζουν και παραβγάζουν τα φύλλα σου το μαγικό τους ταφιόνι, και μια χαρά μας κοιμίζουνε μέσα στον παχύ σου τον ίσκιο. Μέσ' από τα φυλλοκάρδια μας βυζάνουν οι ρίζες σου το φαρμάκι, και μέσα στην καρδιά μας το ξαναχύνει η κρύφια σου η αναπνοή. Τι φταις εσύ, κακορρίζικο δέντρο! Ποιος κατηγόρησε τα σκουλήκια που μαζεύουνται στο ψοφίμι! Σκουλήκια της Ρωμιοσύνης, μη μας ακούτε!

Ήμουν ακόμη άρρωστος και με φοβερή εξάντληση. Έβγαινα λίγο, αλλά και δεν πήγαινα μακριά 'πό το σπίτι μας. Μια μέρα στο μέρος 'κείνο συνάντησε μια γειτονοπούλα μας, ένα πολύ νέο κορίτσι, και το ρώτησε για μένα. — Το ίδιο είνε, είπε το κορίτσι. Κάθα μέρα τόνε τινάσει και δεν απόμεινε ο εμισός. Ανέγνωρο γίνηκε το κακορρίζικο απού την αδυναμία. — Κείντα λένε πως έχει; — Χτικιό 'κουσα πως έχει.

Είντα κατές, εσύ, κακορρίζικο παιδί; Και πώς μπορείς να καταλάβης τσι διαολιές μιας διαστρεμμένης γυναίκας. — Εγώ κατέω πως αυτή δε λέει κακό για μας και του λόγου σου όλο τη γλωσσοτρώς. — Αυτή σου ταρμήνεψε, μωρέ, αυτά τα λόγια, για να με σκάσης; — Ναι· εκατό φορές μούχει πωμένο να μη πιαίνω ενάντια στη βουλή σου και μόν' ό,τι μου λες να κάνω. — Ψώματα το λες!

Τότε και ο Κτήσιππος διακόψας·Αλλά και με τον ιδικόν σας πατέρα, είπε, δεν συμβαίνει το ίδιον; δεν είναι και αυτός άλλο πράγμα από τον πατέρα μου; — Καθόλου, απήντησεν ο Ευθύδημος. — Αλλά τότε λοιπόν είναι ο ίδιος; — Ο ίδιος βεβαία, — Να σου πω, δεν θα το επεθυμούσα καθόλου· αλλά δεν μου λέγεις, Ευθύδημε, εδικός μου μόνον πατέρας είναι, ή και των άλλων ανθρώπων; — Και των άλλων, απεκρίθη· τι θα ήθελες τάχα; να είναι ο αυτός πατέρας και να μην είναι: — Έτσι ενόμιζα εγώ, είπεν ο Κτήσιππος. — Πώς; θέλεις ο χρυσός να μην είναι χρυσός, ή ο άνθρωπος να μην είναι άνθρωπος: — Πρόσεξε, Ευθύδημε, του είπεν ο Κτήσιππος, μήπως δεν συνάπτεις, καθώς λέγει η παροιμία, λινάρι με λινάρι· διότι, αλήθεια, θα ήτο τερατώδες το πράγμα, αν ο πατέρας σου ήτο πατέρας όλων των ανθρώπων. — Μα είναι. — Αλλά, είπε πάλιν ο Κτήσιππος, μόνον των ανθρώπων πατέρας είναι, ή μήπως και των ίππων και όλων των άλλων ζώων; — Όλων, απεκρίθη. — Μήπως και η μητέρα σου το ίδιον; — Βέβαια και η μητέρα μου. — Και όλων των αχινών λοιπόν της θάλασσας θα είναι μητέρα η μητέρα σου. — Και η δική σου. — Και συ επομένως είσαι αδελφός με τους κωβιούς και με τα σκυλάκια και με τα γουρουνάκια. — Όπως και εσύ. — Προσέτι δε έχεις πατέρα και τον σκύλο. — Απαράλλακτα και συ. — Αμέσως ημπορώ, είπε και ο Διονυσόδωρος, να σε κάμω να το ομολογήσης και ο ίδιος, φθάνει να μου αποκριθής· λέγε μου, σε παρακαλώ, έχεις σκύλο; — Ναι, και πολύ κακορρίζικο. — Έχει και κουτάβια; — Σαν τη μάννα τους κι' αυτά.

Μα είντα φταις εσύ, κακορρίζικο παιδί; Ο κύρης σου ο προκομμένος τα φταίει. — Ναι, ο κύρης μου, ο κύρης μου, Καλιώ ... είπεν ο Μανώλης, έτοιμος να κλαύση ή να εκστομίση ασεβείς λόγους κατά του πατρός του. Διά ν' αποφύγη δε και το μεν και το δε, εκινήθη να φύγη, αλλ' η χήρα τον εκράτησε και επέμεινε να μάθη τα αίτια της θλίψεώς του.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν